μικτός: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miktos | |Transliteration C=miktos | ||
|Beta Code=mikto/s | |Beta Code=mikto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[mixed]], [[blended]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>1114</span>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phlb.</span>22d</span>, etc.; opp. [[ἁπλοῦς]], <span class="bibl">Id.<span class="title">R.</span>547e</span>; <b class="b3">μ. ἐκ τούτων</b> [[compounded]] of these, <span class="bibl">Id.<span class="title">Lg.</span>837b</span>, cf. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Dem.</span>41</span>. Adv. -τῶς <span class="bibl">Str.1.2.27</span>, Gal.9.703. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[motley]], POxy.1153.14 (i A. D.). (In early texts μεικτός (which is written in <span class="bibl"><span class="title">PCair.Zen.</span>292.25</span>, al. (iii B. C.)) shd. prob. be restored, v. [[μείγνυμι]].) </span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:30, 30 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A mixed, blended, Ar.Th.1114, Pl.Phlb.22d, etc.; opp. ἁπλοῦς, Id.R.547e; μ. ἐκ τούτων compounded of these, Id.Lg.837b, cf. D.H.Dem.41. Adv. -τῶς Str.1.2.27, Gal.9.703. 2 motley, POxy.1153.14 (i A. D.). (In early texts μεικτός (which is written in PCair.Zen.292.25, al. (iii B. C.)) shd. prob. be restored, v. μείγνυμι.)
German (Pape)
[Seite 185] gemischt, zu mischen, Ggstz von εἱλικρινές, Plat. Tim. 76 b, von ἁπλοῦς, Rep. VIII, 547 e, öfter, u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
μικτός: -ή, -όν, (μίγνυμι) μεμιγμένος, σύμμικτος, σύνθετος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1114, Πλάτ., κτλ.· ἀντίθετον τῷ ἁπλοῦς, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 547Ε· μ. ἐκ τούτων ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 837Β, πρβλ. Διογ. Ἁλ. π. Δημ. 41.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
mêlé, mélangé.
Étymologie: adj. verb. de μίγνυμι.
Greek Monolingual
και μεικτός, -ή, -ό (ΑΜ μεικτός και μικτός, -ή, -όν) μίγνυμι
αυτός που αποτελείται από διάφορα και διαφορετικής φύσεως στοιχεία, αναμεμιγμένος, σύμμικτος, ανάμικτος, σύνθετος
νεοελλ.
φρ. α) «μικτή γλώσσα» — γλώσσα ανάμικτη με στοιχεία δημοτικής και καθαρεύουσας
β) «μικτά σχολεία» — σχολεία στα οποία φοιτούν μαθητές και τών δύο φύλων
γ) «μικτός αριθμός» — πραγματικός αριθμός που σύγκειται από ακέραιο και κλασματικό
δ) «μικτό δάσος»
βοτ. i) μεταβατική ζώνη βλάστησης μεταξύ ενός δάσους κωνοφόρων και ενός δάσους πλατυφύλλων, ιδιαίτερα στο βόρειο ημισφαίριο
ii) δάσος με δύο ή περισσότερα κυρίαρχα είδη δένδρων
ε) «μικτός γάμος» — γάμος μεταξύ ετερόδοξων χριστιανών
αρχ.
πολύχρωμος, παρδαλός.
επίρρ...
μικτῶς και -ά (Α μικτῶς)
αναμεμιγμένα, ανάμικτα.
Greek Monotonic
μικτός: -ή, -όν (μίγνυμι), ανάμεικτος, σύμμικτος, σύνθετος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
μικτός:
1) смешанный (ἐκ τούτων Plat., Arst.);
2) составной, сложный (οὐχ ἁπλοῦς, ἀλλὰ μ. Plat.).