πενταμερής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pentameris
|Transliteration C=pentameris
|Beta Code=pentamerh/s
|Beta Code=pentamerh/s
|Definition=ές, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[consisting of five parts]], χώρα <span class="bibl">Str.3.4.19</span>, cf. <span class="bibl">Diom. p.498</span> K. Adv. -ρῶς, φύλλα π. ἐπεσχισμένα Dsc.3.48.</span>
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[consisting of five parts]], χώρα <span class="bibl">Str.3.4.19</span>, cf. <span class="bibl">Diom. p.498</span> K. Adv. -ρῶς, φύλλα π. ἐπεσχισμένα Dsc.3.48.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 19:45, 30 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰμερής Medium diacritics: πενταμερής Low diacritics: πενταμερής Capitals: ΠΕΝΤΑΜΕΡΗΣ
Transliteration A: pentamerḗs Transliteration B: pentamerēs Transliteration C: pentameris Beta Code: pentamerh/s

English (LSJ)

ές, A consisting of five parts, χώρα Str.3.4.19, cf. Diom. p.498 K. Adv. -ρῶς, φύλλα π. ἐπεσχισμένα Dsc.3.48.

German (Pape)

[Seite 556] ές, fünftheilig, Strab. 3, 4, 19.

Greek (Liddell-Scott)

πενταμερής: -ές, ὁ εἰς πέντε μέρη διῃρημένος, ἄλλοι δὲ πενταμερῆ λέγουσι (τὴν χώραν) Στράβ. 165· - πενταμερῶς, Ἐπίρρ. 3, 48(55).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
composé de cinq parties.
Étymologie: πέντε, μέρος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που σύγκειται από πέντε μέρη
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πενταμερής
βιολ. ονομασία ενός άνθους, ενός αστερία ή κάθε άλλου οργάνου ή οργανισμού με ακτινωτή συμμετρία της τάξης 5, όπου κάθε σύνολο αποτελείται από 5, ή πολλαπλάσιά του, ομοειδή στοιχεία.
επίρρ...
πενταμερώς / πενταμερῶς, ΝΑ
σε πέντε μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -μερής (< μέρος), πρβλ. εξα-μερής].

Greek Monotonic

πεντᾰμερής: -ές (μέρος), αυτός που αποτελείται από πέντε μέρη, σε Στράβ.

Middle Liddell

πεντᾰ-μερής, ές μέρος
in five parts, Strab.