σημειωτός: Difference between revisions
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=simeiotos | |Transliteration C=simeiotos | ||
|Beta Code=shmeiwto/s | |Beta Code=shmeiwto/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[signified]], [[inferred from a sign]], <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.101</span>,<span class="bibl"><span class="title">M.</span>8.166</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:10, 31 December 2020
English (LSJ)
ή, όν, A signified, inferred from a sign, S.E.P.2.101,M.8.166.
German (Pape)
[Seite 875] bezeichnet, ausgezeichnet; S. Emp. oft; M. Ant. 1, 17, v. l. σημειώδης.
Greek (Liddell-Scott)
σημειωτός: -ή, -όν, ἄξιος σημειώσεως, σημειωθείς, ἐπίσημος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 101.
Greek Monolingual
-ή, -ό(ν) / σημειωτός, -ή, -όν, ΝΑ [[σημειῶ, -ώνω]]
νεοελλ.
1. φρ. «βήμα σημειωτόν» ή, απλώς, «σημειωτόν» — ρυθμική κίνηση τών ποδιών στο ίδιο σημείο, χωρίς μετακίνηση
2. φρ. «προχωρώ [ή κινοῡμαι ή πάω κ.λπ.] σημειωτόν»
μτφ. έχω πολύ μικρή πρόοδο, προχωρώ πάρα πολύ αργά
αρχ.
1. αυτός που δηλώνεται, που φανερώνεται με σημείο
2. αυτός που έχει επάνω του σχεδιάσματα.
Russian (Dvoretsky)
σημειωτός: [adj. verb. к σημειόω обозначенный, отмеченный Sext.