σπινθαρίς: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=spintharis
|Transliteration C=spintharis
|Beta Code=spinqari/s
|Beta Code=spinqari/s
|Definition=ίδος, ἡ,= [[σπινθήρ]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[spark]], [[h Ap]].<span class="bibl">442</span>; σπινθάρυξ, ῠγος, ἡ, <span class="bibl">A.R.4.1544</span>.</span>
|Definition=ίδος, ἡ,= [[σπινθήρ]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[spark]], [[h Ap]].<span class="bibl">442</span>; σπινθάρυξ, ῠγος, ἡ, <span class="bibl">A.R.4.1544</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 09:30, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπινθᾰρίς Medium diacritics: σπινθαρίς Low diacritics: σπινθαρίς Capitals: ΣΠΙΝΘΑΡΙΣ
Transliteration A: spintharís Transliteration B: spintharis Transliteration C: spintharis Beta Code: spinqari/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,= σπινθήρ, A spark, h Ap.442; σπινθάρυξ, ῠγος, ἡ, A.R.4.1544.

German (Pape)

[Seite 921] ίδος, ἡ, = σπινθήρ, H. h. Apoll. 442.

Greek (Liddell-Scott)

σπινθαρίς: -ίδος, ἡ, = σπινθήρ, «σπίθα», Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 522· σπινθάρυξ, -υγος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1544.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
c. σπινθήρ.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. άγνωστο είδος πουλιού που ονομάστηκε έτσι πιθανώς από τη λάμψη που εξέπεμπαν τα μάτια του
2. στον πληθ. αἱ σπινθαρίδες
σπινθήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. του σπινθήρ, με υγρό ένθημα -αρ- και επίθημα -ίς, -ίδoς (πρβλ. ἐσχαρίς). Για το όνομα του πουλιού πρβλ. λατ. spinturnix].

Greek Monotonic

σπινθᾰρίς: -ίδος, ἡ, = σπινθήρ, σπίθα, σπινθήρας, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

σπινθᾰρίς: ίδος (ῐο) ἡ HH = σπινθήρ.

Middle Liddell

σπινθᾰρίς, ίδος, ἡ, = σπινθήρ
a spark, Hhymn.