συνοικισμός: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synoikismos
|Transliteration C=synoikismos
|Beta Code=sunoikismo/s
|Beta Code=sunoikismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[living together]], [[wedlock]], <span class="bibl">D.S.18.23</span>; ἀνδρὸς καὶ γυναικός <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>20</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> = foreg., <span class="bibl">Plb.4</span> <span class="bibl">33.7</span>: pl., πόλεων <span class="bibl">Str.10.4.8</span>; [[founding a city]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Rom.</span>9</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[living together]], [[wedlock]], <span class="bibl">D.S.18.23</span>; ἀνδρὸς καὶ γυναικός <span class="bibl">Plu.<span class="title">Sol.</span>20</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = foreg., <span class="bibl">Plb.4</span> <span class="bibl">33.7</span>: pl., πόλεων <span class="bibl">Str.10.4.8</span>; [[founding a city]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Rom.</span>9</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:14, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικισμός Medium diacritics: συνοικισμός Low diacritics: συνοικισμός Capitals: ΣΥΝΟΙΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: synoikismós Transliteration B: synoikismos Transliteration C: synoikismos Beta Code: sunoikismo/s

English (LSJ)

ὁ, A living together, wedlock, D.S.18.23; ἀνδρὸς καὶ γυναικός Plu.Sol.20. II = foreg., Plb.4 33.7: pl., πόλεων Str.10.4.8; founding a city, Plu.Rom.9.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικισμός: ὁ, ἐπὶ ἀνδρὸς καὶ γυναικός, συνοικέσιον, Διόδ. 18. 23· ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς Πλουτ. Σόλ. 20. ΙΙ. = συνοίκισις, Πολύβ. 4. 33, 7, Πλουτ. Ρωμ. 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 colonisation;
2 cohabitation, mariage.
Étymologie: συνοικίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ συνοικίζω
νεοελλ.
1. συγκρότημα κατοικιών κοντά σε πόλη, χωριστά από αυτήν («προσφυγικός συνοικισμός»)
2. τόπος όπου είναι εγκατεστημένοι λίγοι κάτοικοι
3. βιολ. η συνοίκηση
αρχ.
1. γάμος, συνοικέσιο
2. ίδρυση πόλης ή χωριού
3. επανίδρυση πόλης που καταστράφηκε ή ερημώθηκε από διάφορες αιτίες.

Greek Monotonic

συνοικισμός: ὁ,
I. συγκατοίκηση, γάμος, σε Πλούτ.
II. = συνοίκισις, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοικισμός -ου, ὁ [συνοικίζω] het doen samenwonen:; τὸν ἀνδρὸς καὶ γυναικὸς συνοικισμόν de huwelijksverbintenis van man en vrouw Plut. Sol. 20.6; stichting van een stad. Plut. Rom. 9.4.

Russian (Dvoretsky)

συνοικισμός:
1) Polyb., Plut. = συνοίκισις;
2) брачное сожительство, супружество Diod., Plut.

Middle Liddell

συνοικισμός, οῦ, ὁ, [from συνοικίζω
I. a living together, marriage, Plut.
II. = συνοίκισις, Plut.