σφαιρωτός: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sfairotos
|Transliteration C=sfairotos
|Beta Code=sfairwto/s
|Beta Code=sfairwto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[rounded]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.92</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[with a ball]] or [[button at the end]], <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>8.10</span>.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[rounded]], <span class="bibl">Opp.<span class="title">C.</span>2.92</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[with a ball]] or [[button at the end]], <span class="bibl">X.<span class="title">Eq.</span>8.10</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:01, 31 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφαιρωτός Medium diacritics: σφαιρωτός Low diacritics: σφαιρωτός Capitals: ΣΦΑΙΡΩΤΟΣ
Transliteration A: sphairōtós Transliteration B: sphairōtos Transliteration C: sfairotos Beta Code: sfairwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A rounded, Opp.C.2.92. II with a ball or button at the end, X.Eq.8.10.

Greek (Liddell-Scott)

σφαιρωτός: -ή, -όν, ἔχων σχῆμα σφαίρας, σφαιροειδής, στρογγύλος, Ὀππ. Κυν. 2. 92. ΙΙ. ἔχων σφαῖραν ἢ κομβίον κατὰ τὸ ἄκρον, ὡς τὸ ἐσφαιρωμένος, Ξεν. Ἱππ. 8. 10.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 arrondi;
2 garni d’un bouton, boutonné, moucheté.
Étymologie: σφαιρόω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σφαιρωτός, -ή, -όν, ΝΑ σφωρῶ
αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής
νεοελλ.
1. αυτός που έχει εφοδιαστεί με σφαίρες
2. φρ. «σφαιρωτό σμήνος»
αστρον. βλ. σμήνος
αρχ.
αυτός που έχει σφαιρίδιο στο άκρο του.

Greek Monotonic

σφαιρωτός: -ή, -όν, αυτός που έχει σφαιρίδιο ή κουμπί στην απόληξή του αντί αιχμής, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σφαιρωτός: [adj. verb. к σφαιρόω снабженный шаровидным наконечником (ἀκόντια Xen.).

Middle Liddell

σφαιρωτός, ή, όν [from σφαιρόω
with a button at the end, Xen.