τριχῆ: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trichi | |Transliteration C=trichi | ||
|Beta Code=trixh= | |Beta Code=trixh= | ||
|Definition=Adv., common Prose form of <span class="sense"> | |Definition=Adv., common Prose form of <span class="sense"><span class="bld">A</span> τρίχα, τριχῇ δασάμενος τὴν πόλιν <span class="bibl">Hdt.3.39</span> (though he also uses [[τρίχα]], q. v.); τ. διείλοντο τὰς βασιλείας <span class="bibl">Isoc.6.21</span>, cf. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phdr.</span>253c</span>, <span class="bibl">Str.17.3.1</span>; <b class="b3">τ. διαστήσασθαι τῷ λόγῳ πόλιν, διανεῖμαι τὸ στράτευμα</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>564c</span>, <span class="bibl"><span class="title">Lg.</span>683d</span>; τοὺς τοξότας τ. ἐποιήσαντο <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.8.15</span>; νενεμημένων τῶν ἀγαθῶν τ. <span class="bibl">Arist. <span class="title">EN</span>1098b13</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[in three ways]], [[triply]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Cri.</span>51e</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">Tact.</span> 23.1</span>; <b class="b3">τ. διαστατός</b> [[of three]] dimensions, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>2.30</span>, <span class="bibl">Plot.6.1.26</span>, cf. <span class="bibl">2.1.6</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:25, 31 December 2020
English (LSJ)
Adv., common Prose form of A τρίχα, τριχῇ δασάμενος τὴν πόλιν Hdt.3.39 (though he also uses τρίχα, q. v.); τ. διείλοντο τὰς βασιλείας Isoc.6.21, cf. Pl.Phdr.253c, Str.17.3.1; τ. διαστήσασθαι τῷ λόγῳ πόλιν, διανεῖμαι τὸ στράτευμα, Pl.R.564c, Lg.683d; τοὺς τοξότας τ. ἐποιήσαντο X.An.4.8.15; νενεμημένων τῶν ἀγαθῶν τ. Arist. EN1098b13. II in three ways, triply, Pl.Cri.51e, Arr.Tact. 23.1; τ. διαστατός of three dimensions, S.E.P.2.30, Plot.6.1.26, cf. 2.1.6.
Greek (Liddell-Scott)
τρῑχῆ: ἐπίρρ., ὁ συνήθης παρὰ πεζογράφοις τύπος τοῦ τρίχα· εἰς τρία μέρη, τριχῆ δασάμενος τὴν πόλιν Ἡρόδ. 3. 39 (ἂν καὶ ὁ αὐτὸς ποιεῖται χρῆσιν καὶ τοῦ τρίχα)· τρ. διείλοντο τὰς βασιλείας Ἰσοκρ. 120Α, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 253C· τρ. διαστήσασθαι, διανεῖμαί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 564C, Νόμ. 683D· τοὺς τοξότας τρ. ἐποιήσαντο Ξεν. Ἀν. 4. 8, 15· γίγνεται τὸ στράτευμα τρ. αὐτόθι 5. 10, 16· τρ. νενεμῆσθαι Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 1. 8, 2. ΙΙ. κατὰ τρεῖς τρόπους, τριττῶς, Πλάτ. Κρίτων 51Ε. - Γράφεται καὶ τριχῇ.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en trois, en trois parties, en trois groupes;
2 de trois manières, triplement.
Étymologie: τρίχα¹.
Greek Monolingual
και δ. γρφ. τριχῆ, Α
επίρρ. σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τρίχα (Ι)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- (βλ. λ. τρεις, τρία + ουρανικό πρόσφυμα -(α)χ- + επιρρμ. κατάλ. -ῇ (πρβλ. τετρ-αχ-ῇ)].
Greek Monotonic
τρῐχῆ:I. επίρρ., ο συνήθης τύπος του τρίχα στους πεζογράφους, σε τρία μέρη, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. με τρεις τρόπους, τριπλά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχῆ: и τρῐχῇ adv.
1) натрое, на три части (δάσασθαι τὴν πόλιν Her.; διαστήσασθαί τι Plat.): τοὺς πελταστὰς τ. ποιεῖσθαι Xen. разбивать своих стрелков на три отряда;
2) втрое, втройне (ἀδικεῖν Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριχῆ adv., zie τριχῇ.
Middle Liddell
common Prose form of τρίχα
I. in or into three parts, Hdt., Xen.
II. in three ways, triply, Plat.