Λυδία: Difference between revisions

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
m (Text replacement - "   " to "")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''Λῡδία''': ἡ, τὸ [[βασίλειον]] τοῦ Κροίσου ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ, [[μετὰ]] [[ταῦτα]] Περσικὴ [[σατραπεία]], Ἡρόδ., κτλ.· - τὰ Λυδιακά, ἡ [[ἱστορία]] τῆς Λυδίας ὑπὸ τοῦ Ξάνθου, Ἀθήν. 515Ε.
|lstext='''Λῡδία''': ἡ, τὸ [[βασίλειον]] τοῦ Κροίσου ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ, μετὰ [[ταῦτα]] Περσικὴ [[σατραπεία]], Ἡρόδ., κτλ.· - τὰ Λυδιακά, ἡ [[ἱστορία]] τῆς Λυδίας ὑπὸ τοῦ Ξάνθου, Ἀθήν. 515Ε.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 11:27, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λῡδία Medium diacritics: Λυδία Low diacritics: Λυδία Capitals: ΛΥΔΙΑ
Transliteration A: Lydía Transliteration B: Lydia Transliteration C: Lydia Beta Code: *ludi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, Lydia, Hdt.1.79, etc.:—hence Λῡδιακά, τά, A a history of Lydia, by Xanthus, Ath.12.515e: Λῡδικὴ ἀρχή Lydian empire, Hdt.1.72.

Greek (Liddell-Scott)

Λῡδία: ἡ, τὸ βασίλειον τοῦ Κροίσου ἐν τῇ Μικρᾷ Ἀσίᾳ, μετὰ ταῦτα Περσικὴ σατραπεία, Ἡρόδ., κτλ.· - τὰ Λυδιακά, ἡ ἱστορία τῆς Λυδίας ὑπὸ τοῦ Ξάνθου, Ἀθήν. 515Ε.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
la Lydie.
Étymologie: Λυδός.

English (Strong)

properly, feminine of Ludios (of foreign origin) (a Lydian, in Asia Minor); Lydia, a Christian woman: Lydia.

English (Thayer)

Λυδιας, ἡ, Lydia, a woman of Thyatira, a seller of purple, converted by Paul to the Christian faith: Acts 16:14,40. The name was borne by other women also, Horat. carm. 1,8; 3,9.

Greek Monotonic

Λῡδία: ἡ, βασίλειο του Κροίσου στη Μ. Ασία· έπειτα, Περσική σατραπεία, σε Ηρόδ.· τὰ Λυδιακά, η ιστορία της Λυδίας από τον Ξάνθο.

Russian (Dvoretsky)

Λῡδία: ион. Λῡδίη ἡ Лидия (страна в М. Азии) Her. etc.

Middle Liddell

Λῡδία, ἡ,
Lydia, in Asia Minor, Hdt.

Chinese

原文音譯:Lud⋯a 呂笛阿
詞類次數:專有名詞(2)
原文字根:呂底亞
字義溯源:呂底亞;在推雅推喇賣紫布的婦人,她和她一家得救受浸後,就強留保羅等人住在她家中。字義:挑動
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 呂底亞(2) 徒16:14; 徒16:40