δείδια: Difference between revisions
From LSJ
ἔργον δὲ καλὸν οὔτε θεῖον οὔτ ̓ ἀνθρώπειον χωρὶς ἐμοῦ γίγνεται → there is no fine work of man or god without me
m (Text replacement - " " to "") |
m (Text replacement - " ," to ",") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δείδια''': δείδιμεν καὶ δειδέμεν ,ἴδε ἐν λ. δείδω. | |lstext='''δείδια''': δείδιμεν καὶ δειδέμεν,ἴδε ἐν λ. δείδω. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 09:46, 9 January 2022
English (LSJ)
δείδιμεν and δειδέμεν, A v. δείδω.
German (Pape)
[Seite 535] u. δείδοικα, p. = δέδια, s. δείδω.
Greek (Liddell-Scott)
δείδια: δείδιμεν καὶ δειδέμεν,ἴδε ἐν λ. δείδω.
French (Bailly abrégé)
épq. c. δέδια.
English (Autenrieth)
see δείδω.
Spanish (DGE)
v. δείδω.
Greek Monotonic
δείδια: Επικ. αντί δέδια, παρακ. του δείδω· αʹ πληθ. δείδιμεν· Επικ. απαρ. δειδέμεν (με διαφορετική προφορά).
Russian (Dvoretsky)
δείδια: эп. = δέδια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείδια, δείδιθι, δείδιμεν perf. -vormen van*δίω.