αὐτοσχεδιαστής: Difference between revisions
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
m (Text replacement - "Ueber" to "Über") |
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui | |btext=οῦ (ὁ) :<br />qui s'occupe de qch sans y être préparé.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτοσχεδιάζω]].<br /><i><b>Ant.</b></i> [[τεχνίτης]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 07:45, 22 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who acts or speaks offhand: and so, raw hand, bungler, opp. τεχνίτης, X.Lac.13.5.
German (Pape)
[Seite 403] ὁ, der ohne Vorbereitung u. Überlegung spricht u. handelt, dah. Pfuscher, Ggstz τεχνίτης Xen. Lac. 13. 5.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοσχεδιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκ τοῦ προχείρου πράττων ἤ ὁμιλῶν καὶ ἑπομ., ἀρχάριος, ἀνεπιτήδειος, τεχνίτης Ξεν. Πολ. Λακ. 13, 5.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui s'occupe de qch sans y être préparé.
Étymologie: αὐτοσχεδιάζω.
Ant. τεχνίτης.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
inexperto op. τεχνίτης: αὐ. εἶναι τῶν στρατιωτικῶν X.Lac.13.5, cf. Stratt.82.
Greek Monolingual
ο (Α αὐτοσχεδιαστής) αυτοσχεδιάζω
αυτός που μιλά ή ενεργεί πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία.
Greek Monotonic
αὐτοσχεδιαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που ενεργεί ή μιλάει πρόχειρα· αρχάριος, άπειρος, Λατ. tiro, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοσχεδιαστής: οῦ ὁ действующий или говорящий без всякой подготовки, без знания дела, верхогляд, дилетант: αὐ. τῶν στρατιωτικῶν Xen. профан в военных делах.
Middle Liddell
[From αὐτοσχέδιος
one who acts or speaks offhand: a raw hand, bungler, Lat. tiro, Xen.