δυσαντίβλεπτος: Difference between revisions
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσαντίβλεπτος:''' страшный на вид (φοβερὸς καὶ δ. Plut.). | |elrutext='''δυσαντίβλεπτος:''' [[страшный на вид]] (φοβερὸς καὶ δ. Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]αντίβλεπτος, ον <i>adj</i> [[ἀντιβλέπω]]<br />[[hard]] to [[look]] in the [[face]], Plut. | |mdlsjtxt=[[δυσ-]]αντίβλεπτος, ον <i>adj</i> [[ἀντιβλέπω]]<br />[[hard]] to [[look]] in the [[face]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:54, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A hard to look in the face, Plu.Marc.23; -βλεπτον στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων Corn.ND20; hard to face, ἀπορία χαλεπωτάτη καὶ δ. Syrian. in Metaph.178.30; hard to vie with, Philostr. Jun.Im.Praef.; ὠφέλεια Agathin. ap. Orib.10.7.6.
German (Pape)
[Seite 676] den man (aus Furcht) nicht ansehen kann; neben φοβερός Plut. Marcell. 23, u. a. Sp.; auch = mit dem man sich schwer vergleichen kann.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαντίβλεπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ ἴδῃ τις κατὰ πρόσωπον, Πλούτ. Μαρκ. 23· ‒ πρὸς ὃν δύσκολον εἶναι νἀ διαγωνισθῇ τις ἢ συγκριθῇ, Φιλόστρ. 861.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on n’ose regarder en face, terrible.
Étymologie: δυσ-, ἀντιβλέπω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de mirar cara a cara τὸ ἐν τοῖς ὅπλοις ἀνυπόστατον ἔτι μᾶλλον ἐν τῇ περιπορφύρῳ ... ἡγοῦντο ... δυσαντίβλεπτον Plu.Marc.23
•neutr. como adv. δ. στίλβειν ἀπὸ τῶν ὀμμάτων de las fieras, Corn.ND 20
•fig. difícil de afrontar ἀπορία Syrian.in Metaph.178.30.
2 con lo que es difícil competir, difícil de igualar τὸ μέγεθος τῆς ... ὠφελείας Agathin. en Orib.10.7.6, cf. Plu.2.530e, τὸ πρεσβύτερον ref. al arte antiguo, Philostr.Iun.Im.proem.1.
Greek Monolingual
δυσαντίβλεπτος, -ον (Α)
εκείνος τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να κοιτάξει κατάματα.
Greek Monotonic
δυσαντίβλεπτος: -ον (ἀντιβλέπω), αυτός που είναι δύσκολο να τον κοιτάξει, να τον αντικρύσει κάποιος κατά πρόσωπο, φρικιαστικός, αποτρόπαιος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσαντίβλεπτος: страшный на вид (φοβερὸς καὶ δ. Plut.).
Middle Liddell
δυσ-αντίβλεπτος, ον adj ἀντιβλέπω
hard to look in the face, Plut.