εὐρύπορος: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[πόρος]]): [[wide]]-traversed, epith. of the [[sea]] (cf. [[εὐρυόδεια]]), [[always]] θαλάσσης εὐρυπόροιο. (Od.)
|auten=([[πόρος]]): [[wide]]-traversed, [[epithet]] of the [[sea]] (cf. [[εὐρυόδεια]]), [[always]] θαλάσσης εὐρυπόροιο. (Od.)
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:25, 23 May 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐρῠπορος Medium diacritics: εὐρύπορος Low diacritics: ευρύπορος Capitals: ΕΥΡΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: eurýporos Transliteration B: euryporos Transliteration C: evryporos Beta Code: eu)ru/poros

English (LSJ)

ον, A with broad ways, in Hom. always of the sea (as εὐρυόδεια of the earth), where all may roam at will, μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο Il.15.381, cf. Od.4.432, 12.2, A. Pers.108.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breiten Pfaden, θάλασσα, das nach allen Richtungen hin befahren werden kann, Il. 15. 381 Od. 4, 432. 12, 2; Aesch. Pers. 108; sp. Ep. Vgl. εὐρυόδειος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύπορος: -ον, ἔχων εὐρεῖς πόρους, εὐρύχωρα περάματα ἢ δρόμους, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς θαλάσσης (ὡς τὸ εὐρυόδεια ἐπὶ τῆς γῆς), ἔνθα πάντες δύνανται νὰ πλανῶνται κατὰ βούλησιν, μέγα κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο Ἰλ. Ο. 381, πρβλ. Ὀδ. Δ. 432, Μ. 2, Αἰσχύλ. Πέρσ. 110.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au large passage, vaste, immense.
Étymologie: εὐρύς, πόρος.

English (Autenrieth)

(πόρος): wide-traversed, epithet of the sea (cf. εὐρυόδεια), always θαλάσσης εὐρυπόροιο. (Od.)

Greek Monolingual

εὐρύπορος, -ον (ΑΜ)
(για τη θάλασσα) με πλατιά περάσματα, όπου μπορούν πολλά πλοία να ταξιδεύουν σε διάφορες διευθύνσεις («μέγα κῡμα θαλάσσης εὐρυπόροιο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + πόρος.

Greek Monotonic

εὐρύπορος: -ον, αυτός που έχει πλατιά περάσματα, λέγεται για τη θάλασσα, όπου εκεί όλοι μπορούν να περιπλανηθούν κατά βούληση, σε Όμηρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύπορος: с широкими путями, обширный (θάλασσα Hom., Aesch.).

Middle Liddell

εὐρύ-πορος, ον
with broad ways, of the sea, where all may roam at will, Hom., etc.