εὐτράπεζος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐτράπεζος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει καλό [[τραπέζι]], που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο [[φιλόξενος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αβροδίαιτος]], [[μαλθακός]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[προμήθεια]] πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ [[θάλαττα]] παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τραπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομο</i>-<i>τράπεζος</i>, <i>φιλο</i>-<i>τράπεζος</i>].
|mltxt=[[εὐτράπεζος]], -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει καλό [[τραπέζι]], που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο [[φιλόξενος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αβροδίαιτος]], [[μαλθακός]]<br /><b>2.</b> αυτός που συντελεί στην [[προμήθεια]] πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ [[θάλαττα]] παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τραπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), [[πρβλ]]. <i>ομο</i>-<i>τράπεζος</i>, <i>φιλο</i>-<i>τράπεζος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτράπεζος Medium diacritics: εὐτράπεζος Low diacritics: ευτράπεζος Capitals: ΕΥΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: eutrápezos Transliteration B: eutrapezos Transliteration C: eftrapezos Beta Code: eu)tra/pezos

English (LSJ)

ον, A with good table, hospitable, ἀνδρῶνες A.Ag.244 (lyr.); of persons, Plu. CG19. 2 luxurious, βίος E.Fr.670.2; of men, Eriph.6; dainiy, sumptuous, ἀγορά Plu.2.667c.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτράπεζος: -ον, ἔχων καλὴν τράπεζαν, φιλόξενος, ἀνδρῶνες Αἰσχύλ. Ἀγ. 243· ἐπὶ προσώπων, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 19. 2) ἁβρός, ἁβροδίαιτος, τρυφηλός, βίος Εὐρ. Ἀποσπ. 672· ἐπὶ ἀνδρῶν, εὐτραπέζων Θετταλῶν ξένων τροφαὶ Ἔριφος ἐν «Πελταστῇ» 1 (Ἀθήν. 137D)· ἐπὶ ἐδεσμάτων, δαπανηρός, πολυτελής, Πλούτ. 2. 667C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. dont la table est bien servie :
1 hospitalier;
2 somptueux, recherché (genre de mets, etc.);
II. bon pour le service de la table.
Étymologie: εὖ, τράπεζα.

Greek Monolingual

εὐτράπεζος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει καλό τραπέζι, που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο φιλόξενος
αρχ.
1. αβροδίαιτος, μαλθακός
2. αυτός που συντελεί στην προμήθεια πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ θάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τραπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο-τράπεζος, φιλο-τράπεζος].

Greek Monotonic

εὐτράπεζος: -ον (τράπεζα), φιλόξενος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐτράπεζος:
1) хлебосольный, гостеприимный (ἀνδρῶνες Aesch.);
2) изысканный, отборный (ἀγορά Plut.);
3) роскошный (βίος Eur.).

Middle Liddell

εὐ-τράπεζος, ον τράπεζα
hospitable, Aesch.