θεομάχος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και θεομάχα (AM [[θεομάχος]], -ον)<br />αυτός που μάχεται [[κατά]] του θεού (ή τών θεών).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>εικονο</i>-<i>μάχος</i>, <i>πρό</i>-<i>μαχος</i>].
|mltxt=-ο, θηλ. και θεομάχα (AM [[θεομάχος]], -ον)<br />αυτός που μάχεται [[κατά]] του θεού (ή τών θεών).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]) [[πρβλ]]. <i>εικονο</i>-<i>μάχος</i>, <i>πρό</i>-<i>μαχος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεομάχος Medium diacritics: θεομάχος Low diacritics: θεομάχος Capitals: ΘΕΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: theomáchos Transliteration B: theomachos Transliteration C: theomachos Beta Code: qeoma/xos

English (LSJ)

ον, A fighting against God, Γίγαντες Scymn.637, cf. Act.Ap.5.39, Luc.JTr. 45, Vett.Val.331.12.

German (Pape)

[Seite 1196] gegen Gott streitend; Luc. Iov. Tr. 45; N. T; ἀπόνοια Heraclid. alleg. 1.

Greek (Liddell-Scott)

θεομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος ἐναντίον τοῦ θεοῦ, Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 39, Λουκ. Διῒ Τρ. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lutte contre la divinité.
Étymologie: θεός, μάχομαι.

English (Strong)

from θεός and μάχομαι; an opponent of deity: to fight against God.

English (Thayer)

θεομάχου, ὁ (Θεός and μάχομαι), fighting against God, resisting God: Heracl. Pont. alleg. Homer. 1; Lucian, Jup. tr. 45.)

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και θεομάχα (AM θεομάχος, -ον)
αυτός που μάχεται κατά του θεού (ή τών θεών).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μαχος (< μάχομαι) πρβλ. εικονο-μάχος, πρό-μαχος].

Greek Monotonic

θεομάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που παλεύει ενάντια στο Θεό, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

θεομάχος: (ᾰ) борющийся с богами, ведущий борьбу против божества Luc., NT.

Middle Liddell

θεο-μάχος, ον μάχομαι
fighting against God, NTest., Luc.

Chinese

原文音譯:qeÒmacoj 帖哦-馬何士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:神(安置者)-爭戰(者)
字義溯源:神的對手,抵抗神,攻擊神;由(θεός)*=神)與(μάχομαι)*=戰爭)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 你們⋯攻擊神(1) 徒5:39