καινόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινόφωνος]], -ον (Μ)<br />(για λέξεις ή εκφράσεις) αυτός που δεν βρίσκεται σε [[κοινή]] [[χρήση]], που δεν χρησιμοποιείται [[συχνά]], [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καινοφώνως</i> και <i>καινοφωνῶς</i> (Μ)<br />(για αιρετική [[διδασκαλία]]) με νέους όρους, με ασυνήθιστες, παράδοξες εκφράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, [[κακό]]-<i>φωνος</i>].
|mltxt=[[καινόφωνος]], -ον (Μ)<br />(για λέξεις ή εκφράσεις) αυτός που δεν βρίσκεται σε [[κοινή]] [[χρήση]], που δεν χρησιμοποιείται [[συχνά]], [[ασυνήθιστος]], [[παράδοξος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καινοφώνως</i> και <i>καινοφωνῶς</i> (Μ)<br />(για αιρετική [[διδασκαλία]]) με νέους όρους, με ασυνήθιστες, παράδοξες εκφράσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, [[κακό]]-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόφωνος Medium diacritics: καινόφωνος Low diacritics: καινόφωνος Capitals: ΚΑΙΝΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: kainóphōnos Transliteration B: kainophōnos Transliteration C: kainofonos Beta Code: kaino/fwnos

English (LSJ)

ον, A new-sounding, λέξεις Eust.1761.23, etc.

German (Pape)

[Seite 1295] λέξις, neuer, ungewohnter Ausdruck, Eust. 1761, 22.

Greek (Liddell-Scott)

καινόφωνος: -ον, ἐπὶ λέξεων, οὐχὶ ἐκ τῶν ἐν κοινῇ χρήσει, ἀσυνήθης, καινοφώνους λέξεις Εὐστ. 1761. 23, κλ.

Greek Monolingual

καινόφωνος, -ον (Μ)
(για λέξεις ή εκφράσεις) αυτός που δεν βρίσκεται σε κοινή χρήση, που δεν χρησιμοποιείται συχνά, ασυνήθιστος, παράδοξος.
επίρρ...
καινοφώνως και καινοφωνῶς (Μ)
(για αιρετική διδασκαλία) με νέους όρους, με ασυνήθιστες, παράδοξες εκφράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ά-φωνος, κακό-φωνος].