κακόστομος: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κακόστομος]], -ον)<br />[[κακολόγος]], [[αισχρολόγος]], [[κακόγλωσσος]], [[υβριστής]] («κακόστομοι λέσχαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[κακοσμία]] του στόματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ευγλωττία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος, [[κακόηχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), | |mltxt=-η, -ο (AM [[κακόστομος]], -ον)<br />[[κακολόγος]], [[αισχρολόγος]], [[κακόγλωσσος]], [[υβριστής]] («κακόστομοι λέσχαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που πάσχει από [[κακοσμία]] του στόματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[ευγλωττία]]<br /><b>2.</b> αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος, [[κακόηχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. <i>ελευθερό</i>-<i>στομος</i>, <i>ισχυρό</i>-<i>στομος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:15, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, A foul-mouthed, λέσχαι E.IA1001. 2 lacking in eloquence, Ptol.Tetr.166. II bad to pronounce, illsounding, Longin.43.1.
German (Pape)
[Seite 1304] mit bösem Munde, schmähend, schmähsüchtig, λέσχαι Eur. I. A. 1001; – schlecht auszusprechen, übelklingend, Longin. 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
injurieux.
Étymologie: κακός, στόμα.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κακόστομος, -ον)
κακολόγος, αισχρολόγος, κακόγλωσσος, υβριστής («κακόστομοι λέσχαι», Ευρ.)
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από κακοσμία του στόματος
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει ευγλωττία
2. αυτός που προφέρεται δύσκολα, δυσκολοπρόφερτος, κακόηχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. ελευθερό-στομος, ισχυρό-στομος].
Greek Monotonic
κᾰκόστομος: -ον (στόμα), κακολόγος, σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόστομος -ον [κακός, στόμα] kwaadsprekend:. λέσχας... κακοστόμους φιλεῖ hij is verzot op kwaadaardig geroddel Eur. IA 1001.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόστομος: злословящий, клеветнический (λέσχαι Eur.).
Middle Liddell
κᾰκό-στομος, ον στόμα
evil-speaking, Eur.