κακόξενος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kakoksenos
|Transliteration C=kakoksenos
|Beta Code=kako/cenos
|Beta Code=kako/cenos
|Definition=Ion. κᾰκό-ξεινος, ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unfortunate in guests]], in Ep. Comp., οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος <span class="bibl">Od.20.376</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[unfriendly to strangers]], [[inhospitable]], <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>558</span> (v.l. for [[ἐχθρόξ-]]), <span class="title">AP</span>7.699, Lyc.1286: Comp., Σκυθῶν -ώτεροι <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>89b</span>.</span>
|Definition=Ion. [[κακόξεινος]], ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[unfortunate]] in [[guest]]s, in Ep. Comp., οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος <span class="bibl">Od.20.376</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[unfriendly]] to [[stranger]]s, [[inhospitable]], <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>558</span> (v.l. for [[ἐχθρόξενος]]), <span class="title">AP</span>7.699, Lyc.1286: Comp., Σκυθῶν κακόξενώτεροι <span class="bibl">Jul.<span class="title">Ep.</span>89b</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακόξενος -ον, Ion. κακόξεινος [κακός, ξενός] met slechte gasten:. οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος geen ander zit meer met slechte gasten opgescheept dan jij Od. 20.376.
|elnltext=κακόξενος -ον, Ion. κακόξεινος [κακός, ξενός] met slechte gasten:. οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος geen ander zit meer met slechte gasten opgescheept dan jij Od. 20.376.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:05, 7 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόξενος Medium diacritics: κακόξενος Low diacritics: κακόξενος Capitals: ΚΑΚΟΞΕΝΟΣ
Transliteration A: kakóxenos Transliteration B: kakoxenos Transliteration C: kakoksenos Beta Code: kako/cenos

English (LSJ)

Ion. κακόξεινος, ον, A unfortunate in guests, in Ep. Comp., οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος Od.20.376. II unfriendly to strangers, inhospitable, E.Alc.558 (v.l. for ἐχθρόξενος), AP7.699, Lyc.1286: Comp., Σκυθῶν κακόξενώτεροι Jul.Ep.89b.

German (Pape)

[Seite 1301] unfreundlich gegen Fremde, ungastlich, Eur. Alc. 558 u. sp. D., wie Ep. ad. 396 (VII, 699), vom Meere. S. κακόξεινος.

Greek (Liddell-Scott)

κακόξενος: Ἰων. κακόξεινος, ον, ὁ δεχόμενος εἰς τὸν οἶκόν του ξένους ἀναξίους φιλοξενίας, «κακῶν ξένων ὑποδοχεὺς» (Σχόλ.), Τηλέμαχ’ οὔτις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος Ὀδ. Υ. 376. ΙΙ. δυσμενὴς πρὸς τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, Εὐρ. Ἄλκ. 558 (διάφ. γραφ. ἀντὶ ἐχθρόξενος), Ἀνθ. Π. 699, Λυκόφρ. 1286.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 inhospitalier;
2 malheureux en hôtes, qui a de méchants hôtes.
Étymologie: κακός, ξένος.

Greek Monolingual

κακόξενος, ιων. τ. κακόξεινος, -ον (Α)
1. αυτός που δέχεται στο σπίτι του ξένους ανάξιους για φιλοξενία («οὔ τις σεῑο κακοξεινώτερος άλλος», Ομ. Οδ.)
2. δυσμενής προς τους ξένους, αφιλόξενος («Σκυθῶν κακοξενώτεροι», Ιουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ξενος (< ξένος), πρβλ. ιδιό-ξενος, φιλό-ξενος].

Greek Monotonic

κᾰκόξενος: Ιων. -ξεινος, -ον,
I. αυτός που φιλοξενεί ανάξιους φιλοξενίας ανθρώπους, σε ανώμ. Επικ. συγκρ. κακοξεινώτερος, σε Ομήρ. Οδ.
II. εχθρικός προς τους ξένους, αφιλόξενος, σε Ευρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόξενος: (эп. compar. κακοξεινώτερος)
1) несчастливый в своих гостях, навещаемый плохими гостями (Τηλέμαχος Hom.);
2) неприветливый к гостям, негостеприимный (δόμοι Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόξενος -ον, Ion. κακόξεινος [κακός, ξενός] met slechte gasten:. οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος geen ander zit meer met slechte gasten opgescheept dan jij Od. 20.376.

Middle Liddell


I. unfortunate in guests, in irreg. epic comp. κακοξεινώτερος, Od.
II. unfriendly to strangers, inhospitable, Eur., Anth.

English (Woodhouse)

inhospitable

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)