κακόβουλος: Difference between revisions

From LSJ

εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κακόβουλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με κακή [[πρόθεση]] («κακόβουλες διαδόσεις»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που σκέπτεται ή θέλει το [[κακό]] του άλλου, [[κακεντρεχής]], [[χαιρέκακος]] («[[κακόβουλος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει κακές συμβουλές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόβουλα</i> (AM κακοβούλως)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με κακόβουλο τρόπο, με κακή [[πρόθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ασύνετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] <span style="color: red;"><</span> [[βούλομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θρασύ</i>-<i>βουλος</i>, [[ταχύ]]-<i>βουλος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[κακόβουλος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με κακή [[πρόθεση]] («κακόβουλες διαδόσεις»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που σκέπτεται ή θέλει το [[κακό]] του άλλου, [[κακεντρεχής]], [[χαιρέκακος]] («[[κακόβουλος]] [[άνθρωπος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο [[ανόητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δίνει κακές συμβουλές. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακόβουλα</i> (AM κακοβούλως)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με κακόβουλο τρόπο, με κακή [[πρόθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br />ασύνετα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βουλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βουλή]] <span style="color: red;"><</span> [[βούλομαι]]), [[πρβλ]]. <i>θρασύ</i>-<i>βουλος</i>, [[ταχύ]]-<i>βουλος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:19, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόβουλος Medium diacritics: κακόβουλος Low diacritics: κακόβουλος Capitals: ΚΑΚΟΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: kakóboulos Transliteration B: kakoboulos Transliteration C: kakovoulos Beta Code: kako/boulos

English (LSJ)

ον, A ill-advised, foolish, φροντίς S. Fr.592 (lyr.); φῶτες E.Ba.401 (lyr.), cf. Ar.Eq.1055 (hex.), Ph.2.280 (Sup.), D.Chr.31.50, Vett.Val.66.3: Comp., Sch.Th.1.120. II Act., giving bad advice, opp. εὔβουλος, Pl.Sis.391c.

German (Pape)

[Seite 1299] 1) übel berathen, thöricht; Eur. Bacch. 399; Ar. Equ. 1055. – 2) Andern schlecht rathend; Ggstz εὔβουλος Plat. Sis. 391 c; Strat. 62 (XII, 220).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκόβουλος: -ον, κακῶς βουλευόμενος, ἀσύνετος, φροντὶς Σοφ. Ἀποσπ. 519· φῶτες Εὐρ. Βάκχ. 399, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1055. ΙΙ. ἐνεργ., συμβουλεύων κακῶς, ἀντίθετον τῷ εὔβουλος, Πλάτ. Σίσυφ. 391C.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui a des pensées mauvaises ou déraisonnables;
2 qui donne de mauvais conseils, qui inspire de mauvaises pensées.
Étymologie: κακός, βουλή.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ κακόβουλος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με κακή πρόθεση («κακόβουλες διαδόσεις»)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που σκέπτεται ή θέλει το κακό του άλλου, κακεντρεχής, χαιρέκακοςκακόβουλος άνθρωπος»)
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται ασύνετα, ο ανόητος
2. αυτός που δίνει κακές συμβουλές.
επίρρ...
κακόβουλα (AM κακοβούλως)
νεοελλ.-μσν.
με κακόβουλο τρόπο, με κακή πρόθεση
αρχ.
ασύνετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -βουλος (< βουλή < βούλομαι), πρβλ. θρασύ-βουλος, ταχύ-βουλος].

Greek Monotonic

κᾰκόβουλος: -ον (βουλή), αυτός που δίνει κακές συμβουλές, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κακόβουλος:
1) дающий плохие наставления, плохо советующий Arph., Plat.;
2) неразумный, безрассудный (φῶτες Eur.; φροντίς Soph. ap. Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόβουλος -ον [κακός, βουλή] slechte raad gevend. onberaden, dwaas:. οἵδε τρόποι... κακοβούλων... φωτῶν dit zijn eigenschappen van dwaze mannen Eur. Ba. 401.

Middle Liddell

κᾰκό-βουλος, ον βουλή
ill-advised, Eur., Ar.