καράτομος: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰράτομος''': ρᾱ, ον, ([[τέμνω]]) ἀποτετμημένος τὴν κεφαλήν, καρατομηθείς, γοργόν' ὡς καρατόμῳ (καρατομῶν κατὰ Λοβέκκιον ἐν ἐκδ. Nauck) Εὐριπ. Ἄλκ. 1118· κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, δηλ. ἡ σφαγὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 564· [[οὕτως]], Ἕκτορος.. καρατόμους σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 606. 2) ἀποτετμημένος ἐκ τῆς κεφαλῆς, κ. χλιδαί, ἀποτετμημένοι ἐκ τῆς [[κόμης]] πλόκαμοι, Σοφ. Ἠλ. 52. ΙΙ. παροξ., καρατόμος, ον, ἐνεργ., ὁ καρατομῶν, ἀποκεφαλίζων, | |lstext='''κᾰράτομος''': ρᾱ, ον, ([[τέμνω]]) ἀποτετμημένος τὴν κεφαλήν, καρατομηθείς, γοργόν' ὡς καρατόμῳ (καρατομῶν κατὰ Λοβέκκιον ἐν ἐκδ. Nauck) Εὐριπ. Ἄλκ. 1118· κ. [[ἐρημία]] νεανίδων, δηλ. ἡ σφαγὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 564· [[οὕτως]], Ἕκτορος.. καρατόμους σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 606. 2) ἀποτετμημένος ἐκ τῆς κεφαλῆς, κ. χλιδαί, ἀποτετμημένοι ἐκ τῆς [[κόμης]] πλόκαμοι, Σοφ. Ἠλ. 52. ΙΙ. παροξ., καρατόμος, ον, ἐνεργ., ὁ καρατομῶν, ἀποκεφαλίζων, μετὰ γεν., Ἑλλάδος καρατόμον Λυκόφρ. 187. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:35, 20 April 2021
English (LSJ)
(proparox.), ον, (τέμνω) A beheaded, Γοργών E. Alc.1118 (dub.l.); κ. ἐρημία νεανίδων, i. e. their slaughter, Id.Tr.564 (lyr.); so Ἕκτορος… κ. σφαγαί Id.Rh.606. 2 cut off from the head, κ. Χλιδαί one's shorn locks, S.El.52. II parox., Act., beheading, c. gen., Ἑλλάδος Lyc.187.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰράτομος: ρᾱ, ον, (τέμνω) ἀποτετμημένος τὴν κεφαλήν, καρατομηθείς, γοργόν' ὡς καρατόμῳ (καρατομῶν κατὰ Λοβέκκιον ἐν ἐκδ. Nauck) Εὐριπ. Ἄλκ. 1118· κ. ἐρημία νεανίδων, δηλ. ἡ σφαγὴ αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 564· οὕτως, Ἕκτορος.. καρατόμους σφαγὰς ὁ αὐτ. ἐν Ρήσ. 606. 2) ἀποτετμημένος ἐκ τῆς κεφαλῆς, κ. χλιδαί, ἀποτετμημένοι ἐκ τῆς κόμης πλόκαμοι, Σοφ. Ἠλ. 52. ΙΙ. παροξ., καρατόμος, ον, ἐνεργ., ὁ καρατομῶν, ἀποκεφαλίζων, μετὰ γεν., Ἑλλάδος καρατόμον Λυκόφρ. 187.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à qui l’on a coupé la tête;
2 détaché de la tête.
Étymologie: κάρα, τέμνω.
Greek Monolingual
καράτομος, -ον (Α)
1. καρατομημένος, αποκεφαλισμένος
2. (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το κεφάλι («καρατόμοις χλιδαῑς» — με πλοκάμους κομμένους από το κεφάλι, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (1) «κεφάλι» + -τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. απότομος, νεό-τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθ. σημ. (πρβλ. και καρατόμος)].
Greek Monotonic
κᾰράτομος: [ρᾱ], -ον, (τέμνω),
1. αποκεφαλισμός, σε Ευρ.· κ. ἐρημία νεανίδων, δηλ. η σφαγή τους, στον ίδ.
2. κομμένος, αποκομμένος από το κεφάλι, κ. χλιδαί, κομμένες τούφες, μπούκλες μαλλιών, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰράτομος: (ρᾱ)
1) обезглавленный (Γοργώ Eur.);
2) отделенный от головы, срезанный с головы (χλιδαί Soph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καράτομος -ον [κάρα, τέμνω] onthoofd. van het hoofd gesneden:. τύμβον καρατόμοις χλιδαῖς στέψαντες de tombe met afgesneden weelde (d.w.z. haar) bekransend Soph. El. 52.
Middle Liddell
κᾰρ¯ά-τομος, ον τέμνω
1. beheaded, Eur.; κ. ἐρημία νεανίδων, i. e. their slaughter, Eur.
2. cut off from the head, κ. χλιδαί one's shorn locks, Soph.