καρύκευμα: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karykevma | |Transliteration C=karykevma | ||
|Beta Code=karu/keuma | |Beta Code=karu/keuma | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=ατος, τό, [[savoury dish]], <span class="bibl">Poll.6.56</span> (pl.), Phlp.in de An.601.16, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>342</span>, Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 00:50, 24 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, savoury dish, Poll.6.56 (pl.), Phlp.in de An.601.16, Sch.Ar.Eq.342, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1331] τό, künstlich, leckerhaft bereitetes Gericht; Schol. Ar. Equ. 342; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρύκευμα: τό, ἥδυσμα, ἄρτυμα, ἔδεσμα πολυτελῶς κεκαρυκευμένον, Βασίλ. τ. 1. σ. 124Β, Ἡσύχ., Πολυδ. Ϛ’, 56, Ἐτυμ. Μ. 492, 46, κλ.
Greek Monolingual
το (AM καρύκευμα) καρυκεύω
1. η παρασκευή καρυκευμένων φαγητών, η καρύκευση
2. καθετί που χρησιμοποιείται κατά το μαγείρεμα για να γίνει νόστιμο το φαγητό, άρτυμα, μπαχαρικό
3. έδεσμα πλούσια καρυκευμένο.