κρεκάδια: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krekadia | |Transliteration C=krekadia | ||
|Beta Code=kreka/dia | |Beta Code=kreka/dia | ||
|Definition=ων, τά, a kind of | |Definition=ων, τά, a kind of [[tapestry]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>1215</span>. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 02:28, 24 August 2022
English (LSJ)
ων, τά, a kind of tapestry, Ar.V.1215.
Greek (Liddell-Scott)
κρεκάδια: -ων, τὰ, ἱστουργήματα, παραπετάσματα, κρεκάδια αὐλῆς, τάπητες, Ἀριστοφ. Σφ. 1215.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
tentures.
Étymologie: κρέκω.
Greek Monolingual
κρεκάδια, τὰ (Α)
στερεά και πυκνά υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σπάνιο παρ. του κρέκω (πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κρεκάς, -άδος) με την υποκορ. κατάλ. (-άδ)-ιον].
Greek Monotonic
κρεκάδια: -ων, τά (κρέκω), είδος τάπητα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κρεκάδια: (κᾰ) τά обивка или ковры (αὐλῆς Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρεκάδια -ων, τά [κρέκω] gordijnen.