κρουστός: Difference between revisions
Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kroustos | |Transliteration C=kroustos | ||
|Beta Code=krousto/s | |Beta Code=krousto/s | ||
|Definition= | |Definition=κρουστή, κρουστόν,<br><span class="bld">A</span> [[played by striking]], ὄργανα Nicom.''Harm.''2.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">κρουστὰ γράμματα· ἀπὸ τοῦ παρακρούεσθαι καὶ μὴ εὐθέως λέγειν</b>, Phot. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κρουστός]], -ή, -όν) [[κρούω]]<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με [[κρούση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, [[πυκνός]], [[πυκνοϋφασμένος]]<br /><b>2.</b> (για [[φρούτο]]) [[τραγανός]], [[σκληρός]] («κρουστό [[σταφύλι]]», Παλαμ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>μουσ.</b> τα [[κρουστά]]<br />[[σύνολο]] οργάνων τών οποίων ο [[ήχος]] παράγεται με [[κρούση]] και τα οποία αποτελούν, [[δίπλα]] στα έγχορδα και στα πνευστά, μία από τις [[τρεις]] ομάδες που σχηματίζουν μια [[ορχήστρα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[απατηλός]], [[σφαλερός]] («[[κρουστά]] γράμματα<br />ἀπὸ τοῦ παρακρούεσθαι καὶ μὴ [[εὐθέως]] λέγειν», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />«κρουστὰ ὄργανα» — τα έγχορδα όργανα. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[κρουστός]], -ή, -όν) [[κρούω]]<br />(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με [[κρούση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, [[πυκνός]], [[πυκνοϋφασμένος]]<br /><b>2.</b> (για [[φρούτο]]) [[τραγανός]], [[σκληρός]] («κρουστό [[σταφύλι]]», Παλαμ.)<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <b>μουσ.</b> τα [[κρουστά]]<br />[[σύνολο]] οργάνων τών οποίων ο [[ήχος]] παράγεται με [[κρούση]] και τα οποία αποτελούν, [[δίπλα]] στα έγχορδα και στα πνευστά, μία από τις [[τρεις]] ομάδες που σχηματίζουν μια [[ορχήστρα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[απατηλός]], [[σφαλερός]] («[[κρουστά]] γράμματα<br />ἀπὸ τοῦ παρακρούεσθαι καὶ μὴ [[εὐθέως]] λέγειν», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />«κρουστὰ ὄργανα» — τα έγχορδα όργανα. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:52, 25 August 2023
English (LSJ)
κρουστή, κρουστόν,
A played by striking, ὄργανα Nicom.Harm.2.
II κρουστὰ γράμματα· ἀπὸ τοῦ παρακρούεσθαι καὶ μὴ εὐθέως λέγειν, Phot.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κρουστός, -ή, -όν) κρούω
(για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με κρούση
νεοελλ.
1. (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, πυκνός, πυκνοϋφασμένος
2. (για φρούτο) τραγανός, σκληρός («κρουστό σταφύλι», Παλαμ.)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) μουσ. τα κρουστά
σύνολο οργάνων τών οποίων ο ήχος παράγεται με κρούση και τα οποία αποτελούν, δίπλα στα έγχορδα και στα πνευστά, μία από τις τρεις ομάδες που σχηματίζουν μια ορχήστρα
μσν.-αρχ.
απατηλός, σφαλερός («κρουστά γράμματα
ἀπὸ τοῦ παρακρούεσθαι καὶ μὴ εὐθέως λέγειν», Φώτ.)
αρχ.
«κρουστὰ ὄργανα» — τα έγχορδα όργανα.