κυανόπεζα: Difference between revisions
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυανόπεζα]], ἡ (Α)<br />(για [[τραπέζι]]) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]], δωρ. και αρκαδ. τ. [[αντί]] [[πούς]] «[[πόδι]]» ( | |mltxt=[[κυανόπεζα]], ἡ (Α)<br />(για [[τραπέζι]]) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[πέζα]], δωρ. και αρκαδ. τ. [[αντί]] [[πούς]] «[[πόδι]]» ([[πρβλ]]. <i>αχλυό</i>-<i>πεζα</i>, <i>χιονό</i>-<i>πεζα</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A with feet of κύανος, τράπεζα Il.11.629. [ῡ, metri gr.]
German (Pape)
[Seite 1521] mit dunkelblauen oder schwarzen Füßen, τράπεζα, Il. 11, 629, od. mit Füßen von Stahl.
French (Bailly abrégé)
ης;
adj. f.
aux pieds sombres ou noirs.
Étymologie: κύανος, πέζα.
Greek Monolingual
κυανόπεζα, ἡ (Α)
(για τραπέζι) αυτό που έχει πόδια επιχρισμένα με κύανο («ἐπιπροΐηλε τράπεζαν καλὴν κυανόπεζαν ἐύξοον», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + πέζα, δωρ. και αρκαδ. τ. αντί πούς «πόδι» (πρβλ. αχλυό-πεζα, χιονό-πεζα)].
Greek Monotonic
κυᾰνόπεζα: ἡ, με τα πόδια του κυανοῦ, σε Ομήρ. Ιλ. (ῡ, χάριν μέτρου).
Russian (Dvoretsky)
κῡᾰνόπεζα: (ῡ!) adj. f на темных ножках (τράπεζα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυανόπεζα -ης [κύανος, πέζα] met poten van lazuursteen of met donkere poten.
Middle Liddell
κυᾰνό-πεζα, ἡ,
with feet of κύανος, Il. [ῡ, metri grat.]