μανότης: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=manotis | |Transliteration C=manotis | ||
|Beta Code=mano/ths | |Beta Code=mano/ths | ||
|Definition=ητος, ἡ, opp. [[πυκνότης]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[looseness of texture]], [[porousness]], | |Definition=ητος, ἡ, opp. [[πυκνότης]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[looseness of texture]], [[porousness]], [[σπληνός]], [[ὀστῶν]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>72c</span>, <span class="bibl">86d</span>; σαρκός <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1129a22</span>, cf. <span class="bibl">Thphr. <span class="title">HP</span>1.5.4</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[rarity]], [[separateness]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>812d</span>; τῶν φυτευομένων <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>3.7.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:35, 1 January 2021
English (LSJ)
ητος, ἡ, opp. πυκνότης, A looseness of texture, porousness, σπληνός, ὀστῶν, Pl.Ti.72c, 86d; σαρκός Arist.EN1129a22, cf. Thphr. HP1.5.4, al. II rarity, separateness, Pl.Lg.812d; τῶν φυτευομένων Thphr.CP3.7.1.
German (Pape)
[Seite 93] ητος, ἡ, das Dünnsein, die Seltenheit, Einzelheit, das hier und da Zerstreutsein, im Ggstz von πυκνότης, Plat. Legg. VII, 812 d; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μανότης: -ητος, ἡ, ἀντίθετ. τῷ πυκνότης, χαλαρότης συστάσεως, τὸ πορῶδες, σπληνός, ὀστῶν Πλάτ. Τίμ. 72C, 86D· σαρκὸς Ἠθ. Ν. 5. 1, 5. ΙΙ. ὀλιγότης, σπάνις, Πλάτ. Νόμ. 812D· τῶν φυτευομένων Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 1. - «μανότης· ἀραιότης» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
défaut de consistance, de densité.
Étymologie: μανός.
Ant. πυκνότης.
Greek Monolingual
μανότης, -ητος, ἡ (Α) μανός
1. η χαλαρότητα, το πορώδες της σύστασης, σε αντιδιαστολή προς την πυκνότητα («σπληνὸς μανότης», Πλάτ.)
2. σπανιότητα, αραιότητα (μανότης τῶν φυτευομένων», θεόφρ.).
Greek Monotonic
μανότης: -ητος, ἡ,
I. χαλαρότητα στην ύφανση, πορώδης επιφάνεια, σε Αριστ.
II. πενιχρότητα, σπανιότητα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μᾱνότης: ητος ἡ
1) разреженность Plat.;
2) рыхлость или пористость (ὀστῶν Plat.; σαρκός Arst.).
Middle Liddell
μανότης, ητος, ἡ,
I. looseness of texture, porousness, Arist.
II. fewness, scantiness, Plat.