μελαγχαίτης: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαγχαίτης]], δωρ. τ. μελαγχαίτας, ὁ (Α)<br />(για τους Κενταύρους και για τον Άδη) [[μαύρος]], [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>πυρο</i>-<i>χαίτης</i>, <i>χρυσο</i>-<i>χαίτης</i>)].
|mltxt=[[μελαγχαίτης]], δωρ. τ. μελαγχαίτας, ὁ (Α)<br />(για τους Κενταύρους και για τον Άδη) [[μαύρος]], [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαίτη]] ([[πρβλ]]. <i>πυρο</i>-<i>χαίτης</i>, <i>χρυσο</i>-<i>χαίτης</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:05, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαγχαίτης Medium diacritics: μελαγχαίτης Low diacritics: μελαγχαίτης Capitals: ΜΕΛΑΓΧΑΙΤΗΣ
Transliteration A: melanchaítēs Transliteration B: melanchaitēs Transliteration C: melagchaitis Beta Code: melagxai/ths

English (LSJ)

ου, Dor. -τᾱς, α, ὁ, A black-haired, of Centaurs, Hes.Sc.186, S.Tr.837 (lyr.); of Hades, E.Alc.439 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 117] ὁ, der schwarzhaarige; Μίμας, Hes. Sc. 186; Nessus, Soph. Trach. 834; Hades, Eur. Alc. 440; Poseidon, P. Sil. ecphr. 64.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
à la chevelure noire.
Étymologie: μέλας, χαίτη.

Greek Monolingual

μελαγχαίτης, δωρ. τ. μελαγχαίτας, ὁ (Α)
(για τους Κενταύρους και για τον Άδη) μαύρος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χαίτη (πρβλ. πυρο-χαίτης, χρυσο-χαίτης)].

Greek Monotonic

μελαγχαίτης: -ου, ὁ (χαίτη), αυτός που έχει μαύρα μαλλιά, επίθ. που αποδίδεται στους Κένταυρους, σε Ησίοδ., Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μελαγχαίτης: ου adj. m чернокудрый (Μίμας Hes.; Ἀΐδης Eur.).

Middle Liddell

μελαγ-χαίτης, ου, ὁ, χαίτη
black-haired, of Centaurs, Hes., Soph., Eur.