μεταδαίνυμαι: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "ἡμῑν" to "ἡμῖν") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταδαίνυμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δειπνώ]] με κάποιον, [[συντρώγω]] («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται | |mltxt=[[μεταδαίνυμαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[δειπνώ]] με κάποιον, [[συντρώγω]] («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[μέρος]] σε [[κάτι]], [[συμμετέχω]] (α. «ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «αὐτὸς [[ὅπως]] ἐθέλεις μεταδαίνυσο», Κόιντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>δαίνυμαι</i> «[[τρώγω]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 22:55, 27 March 2021
English (LSJ)
fut. -δαίσομαι (v. infr.), A share the feast, σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν Il.22.498, cf. Od.18.48; partake of, c. gen. rei, ἵνα δὴ… μεταδαίσομαι ἱρῶν Il.23.207: abs., Q.S.2.157.
German (Pape)
[Seite 146] (s. δαίνυμι), mitschmausen, an einem Schmause Theil nehmen; οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν, Il. 22, 498, wie Od. 18, 48; – mit dem gen. der Sache, ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν, Il. 23, 207, Theil nehmen am Opferschmause; – absol., αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο, Qu. Sm. 2, 157.
Greek (Liddell-Scott)
μεταδαίνυμαι: μέλλ. -δαίσομαι· ἀποθ., εὐωχοῦμαι μετά τινος, οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν Ἰλ. Χ. 498, πρβλ. Ὀδ. Σ. 48· μεταλαμβάνω, μετέχω τινός, μετὰ γεν. πράγμ., ἵνα δή... μεταδαίσομαι ἱρῶν Ἰλ. Ψ. 207· ἀπολύτ., Κόϊντ. Σμ. 2. 157. - Παρ’ Ἡσυχ.: «μεταδαίσομαι· εὐωχηθήσομαι».
French (Bailly abrégé)
prendre sa part d’un repas : τινί avec qqn.
Étymologie: μετά, δαίνυμαι, de δαίνυμι.
English (Autenrieth)
fut. μεταδαίσεται, aor. subj. μεταδαίσομαι: feast with, have a share in the feast, ἷρῶν, Il. 23.207.
Greek Monolingual
μεταδαίνυμαι (Α)
1. δειπνώ με κάποιον, συντρώγω («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν», Ομ. Ιλ.)
2. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω (α. «ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν», Ομ. Ιλ.
β. «αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο», Κόιντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + δαίνυμαι «τρώγω»].
Russian (Dvoretsky)
μεταδαίνυμαι: совместно пировать (τινι Hom.): μ. ἱρῶν Hom. принимать участие в жертвенной трапезе.
Middle Liddell
fut. -δαίσομαι
Dep. to share the feast with another, c. dat., Hom.:— to partake of a thing, c. gen., Il.