παραίσιος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[φορέας]] κακών οιωνών, [[δυσοίωνος]] («ἀλλὰ [[Ζεὺς]] ἔτρεψε παραίσια σήματα [[φαίνων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από την φρ. [[παρά]] <i>τήν αἴσαν</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />(<b>επικ. τ.</b>) αυτός που [[είναι]] [[φορέας]] κακών οιωνών, [[δυσοίωνος]] («ἀλλὰ [[Ζεύς|Ζεὺς]] ἔτρεψε παραίσια σήματα [[φαίνων]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από την φρ. [[παρά]] <i>τήν αἴσαν</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιος</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 10:30, 30 July 2022
English (LSJ)
ον, A of ill omen, σήματα Il.4.381 (παραίσιμα Hsch.), cf. Call.Hec.1.3.4.
German (Pape)
[Seite 480] von unglücklicher Vorbedeutung, σήματα, Il. 4, 381.
Greek (Liddell-Scott)
παραίσιος: -ον, ὁ ἔχων κακοὺς οἰωνούς, δυσοίωνος, σήματα Ἰλ. Δ. 381.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de mauvais augure.
Étymologie: παρά, αἶσα.
English (Autenrieth)
(αἶσα): unlucky, adverse, Il. 4.381†.
Greek Monolingual
-ον, Α
(επικ. τ.) αυτός που είναι φορέας κακών οιωνών, δυσοίωνος («ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε παραίσια σήματα φαίνων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από την φρ. παρά τήν αἴσαν + επίθημα -ιος].
Greek Monotonic
παραίσιος: -ον, λέγεται για δυσάρεστους οιωνούς, δυσοίωνος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
παραίσιος: предвещающий дурное, зловещий, неблагоприятный (σήματα Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-αίσιος -ον onheilspellend.