πλουτοδότης: Difference between revisions
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ploutodotis | |Transliteration C=ploutodotis | ||
|Beta Code=ploutodo/ths | |Beta Code=ploutodo/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[giver of riches]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>126</span>; θεός <span class="bibl">Ph. 1.232</span>; ἥρωνι π. <span class="title">Arch.Anz.</span>45.147 (Chios); | |Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[giver of riches]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>126</span>; θεός <span class="bibl">Ph. 1.232</span>; ἥρωνι π. <span class="title">Arch.Anz.</span>45.147 (Chios); [[epithet]] of Dionysus, Poet. ap.Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>482</span>; of Zeus, <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>73.4</span>; of Zeus-Helios-Sarapis, <span class="title">Not.Scav.</span>1912.323; of Pluto, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>21</span>:—in form πλουτο-δώτης, ου, ὁ, [[epithet]] of Men, <span class="title">BCH</span>23.389.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 09:33, 23 May 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, A giver of riches, Hes.Op.126; θεός Ph. 1.232; ἥρωνι π. Arch.Anz.45.147 (Chios); epithet of Dionysus, Poet. ap.Sch.Ar.Ra.482; of Zeus, Orph.H.73.4; of Zeus-Helios-Sarapis, Not.Scav.1912.323; of Pluto, Luc.Tim.21:—in form πλουτο-δώτης, ου, ὁ, epithet of Men, BCH23.389.
German (Pape)
[Seite 638] ὁ, Reichthumgeber, Vermögengeber; Hes. op. 128; Luc. Tim. 21.
Greek (Liddell-Scott)
πλουτοδότης: -ου, ὁ, ὁ δίδων πλοῦτον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἥμ. 125· ὄνομα τοῦ Διονύσου, Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 482· «ὡσαύτως τοῦ Πλούτωνος, Λουκ. Τίμ. 21· θηλ. -δότις, -ιδος, ἐλευθέριος, μεγαλόδωρος, χεὶρ Βυζ.· ― οὕτω πλουτο-δοτήρ, -ῆρος, ὁ, Ἀνθ. Π. 9. 525, 17· πλουτο-δότειρα, ἡ, θηλ. τοῦ πλουτο-δοτήρ, Ὀρφ. Ὕμν. 39. 3, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui donne la richesse, qui enrichit.
Étymologie: πλοῦτος, δίδωμι.
Spanish
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. πλουτοδότρα Ν, και πλουτοδώτης, ο, Α
αυτός που παρέχει πλούτο, που χαρίζει αγαθά
αρχ.
1. προσωνυμία του Διονύσου
2. προσωνυμία του Διός
3. προσωνυμία του ΗλίουΣαράπιδος
4. προσωνυμία του Πλούτωνος
5. (και στον τ. πλουτοδώτης) προσωνυμία του Μηνός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + δότης (< δίδωμι), πρβλ. ολβο-δότης.
Greek Monotonic
πλουτοδότης: -ου, ὁ, αυτός που δίνει πλούτο, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πλουτοδότης: ου ὁ податель богатств (эпитет богов) Hes., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλουτοδότης -ου, ὁ [πλοῦτος, δίδωμι] schenker van rijkdom.