ποταμόρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που διαρρέεται από ποταμούς<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που μεταφέρεται από τον ποταμό («[[ποταμόρρυτος]] [[κασσίτερος]]», Σκύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός που διαρρέεται από ποταμούς<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που μεταφέρεται από τον ποταμό («[[ποταμόρρυτος]] [[κασσίτερος]]», Σκύμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ποταμός]] <span style="color: red;">+</span> [[ῥυτός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αιμό</i>-<i>ρρυτος</i>].
}}
{{pape
|ptext=<i>von Strömen od. einem Strome [[durchflossen]]</i>; Scymn. Chius 165; Phryn. in <i>B.A</i>. 60.
}}
}}

Revision as of 17:08, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτᾰμόρρῠτος Medium diacritics: ποταμόρρυτος Low diacritics: ποταμόρρυτος Capitals: ΠΟΤΑΜΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: potamórrytos Transliteration B: potamorrytos Transliteration C: potamorrytos Beta Code: potamo/rrutos

English (LSJ)

ον (ῥέω) A watered by rivers, Phryn.PSp.103B. II washed down by rivers, κασσίτερος Scymn.165.

Greek (Liddell-Scott)

ποτᾰμόρρυτος: -ον, (ῥέω) ὁ διαρρεόμενος ὑπὸ ποταμῶν, «ποταμόρρυτος γῆ: ἡ διαρρεομένη ποταμοῖς» Α. Β. 60. ΙΙ. ὁ ὑπὸ ποταμῶν καταφερόμενος, κασσίτερος Σκύμν. 164· ὄλβος Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. 596 (ἔνθα ποταμήρυτος).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τόπο) αυτός που διαρρέεται από ποταμούς
2. (για πράγμ.) αυτός που μεταφέρεται από τον ποταμό («ποταμόρρυτος κασσίτερος», Σκύμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. αιμό-ρρυτος].

German (Pape)

von Strömen od. einem Strome durchflossen; Scymn. Chius 165; Phryn. in B.A. 60.