προδιαπλέω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "εῡσαι" to "εῦσαι")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[περνώ]] [[πρώτος]] με [[πλοίο]] [[απέναντι]] («ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ' αὐτὸν προδιαπλεῡσαι», Δίων. Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαπλέω]] «[[πλέω]] από τη μια [[ακτή]] ώς την [[απέναντι]]»].
|mltxt=Α<br />[[περνώ]] [[πρώτος]] με [[πλοίο]] [[απέναντι]] («ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ' αὐτὸν προδιαπλεῦσαι», Δίων. Κάσσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διαπλέω]] «[[πλέω]] από τη μια [[ακτή]] ώς την [[απέναντι]]»].
}}
}}

Revision as of 08:55, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προδιαπλέω Medium diacritics: προδιαπλέω Low diacritics: προδιαπλέω Capitals: ΠΡΟΔΙΑΠΛΕΩ
Transliteration A: prodiapléō Transliteration B: prodiapleō Transliteration C: prodiapleo Beta Code: prodiaple/w

English (LSJ)

A sail across first, ἐς τὴν ἤπειρον ἐπί τινα D.C.47.33.

German (Pape)

[Seite 715] (s. πλέω), vorher durch od. hinüber schiffen, D. C. 47, 33.

Greek (Liddell-Scott)

προδιαπλέω: διαπλέω πρότερος, ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ’ αὐτὸν προδιαπλεῦσαι Δίων Κ. 47. 33.

Greek Monolingual

Α
περνώ πρώτος με πλοίο απέναντι («ἐς τὴν ἤπειρον ἐπ' αὐτὸν προδιαπλεῦσαι», Δίων. Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + διαπλέω «πλέω από τη μια ακτή ώς την απέναντι»].