προσδεής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσδεής:''' сверх того нуждающийся, имеющий надобность (τινος Plut., Luc.).
|elrutext='''προσδεής:''' [[сверх того нуждающийся]], [[имеющий надобность]] (τινος Plut., Luc.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:40, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδεής Medium diacritics: προσδεής Low diacritics: προσδεής Capitals: ΠΡΟΣΔΕΗΣ
Transliteration A: prosdeḗs Transliteration B: prosdeēs Transliteration C: prosdeis Beta Code: prosdeh/s

English (LSJ)

ές, A needing besides, yet lacking, τινος Pl.Ti.33d, Luc. Demon.4, Poll.5.170.

German (Pape)

[Seite 754] ές, noch dazu bedürfend, bedürftig, c. gen., Plat. Tim. 33 d u. Sp., wie Luc. Demon. 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσδεής: -ές, ὁ ἔχων χρείαν τινὸς προσέτι, τινος Πλάτ. Τίμ. 33D, Λουκ. Δημώνακτ. βίος 4, Πολυδ. Ε΄, 170.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a encore besoin de, gén..
Étymologie: προσδέομαι.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει την ανάγκη κάποιου επί πλέον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -δεής (< δέω «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. εν-δεής].

Greek Monotonic

προσδεής: -ές (δέω Β), αυτός που έχει επιπλέον ανάγκη, αυτός που έχει ακόμα έλλειψη, τινος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσδεής: сверх того нуждающийся, имеющий надобность (τινος Plut., Luc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσδεής -ές [προσδέομαι] ook nog nodig hebbend, met gen.

Middle Liddell

προσ-δεής, ές [δέω2]
needing besides, yet lacking, τινος Plat.