πρόστασις: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' εως ἡ) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόστᾰσις:''' εως ἡ внешний блеск, пышность Plut.
|elrutext='''πρόστᾰσις:''' εως ἡ [[внешний блеск]], [[пышность]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρό-στᾰσις, εως, [προστῆναι]<br />[[outward]] [[dignity]], [[pompous]] [[appearance]], [[pomp]], Plat.
|mdlsjtxt=πρό-στᾰσις, εως, [προστῆναι]<br />[[outward]] [[dignity]], [[pompous]] [[appearance]], [[pomp]], Plat.
}}
}}

Revision as of 15:00, 2 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόστᾰσις Medium diacritics: πρόστασις Low diacritics: πρόστασις Capitals: ΠΡΟΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: próstasis Transliteration B: prostasis Transliteration C: prostasis Beta Code: pro/stasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A outward dignity, Pl. R.577a; τοῦ ἱεροῦ Delph.3(4).43.7 (ii B.C.). II = προστάς 11, IG12.372.58,62, al., SIG245.32 (Delph., iv B.C.), al. III v. πρόσστασις 1. IV dub. sens. in BGU432 ii (2).7 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 781] ἡ, das Vorstehen oder Voranstehen, der Vorzug; auch das äußere Ansehen, das Gepränge; dah. auch der leere, äußere Schein, hinter dem man etwas Anderes verbirgt, ὅςπερ μὴ καθάπερ παῖς ἔξωθεν ὁρῶν ἐκπλήττεται ὑπὸ τῆς τῶν τυραννικῶν προστάσεως, Plat. Rep. IX, 577 a; Hippocr., u. öfter bei Sp. – Nach Didym. bei Harpocr. v. προστασία auch = προστάς, Vorhalle.

Greek (Liddell-Scott)

πρόστᾰσις: ἡ, ἐπικράτησις ὑγρῶν ἢ χυμῶν, Ἱππ. 1185Α· - ἐν 414. 3, ὁ Foës πρόσθιξις. 2) ἐξωτερικὴ μεγαλοπρέπεια, πομπώδης ἐπίδειξις, πομπή, Πλάτ. Πολ. 577Α. ΙΙ. = προστάς, Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1, 58, 62 κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 prédominance des humeurs;
2 insigne du rang, pompe, magnificence.
Étymologie: προΐστημι.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α προΐστημι
1. επιδεικτική εξωτερική μεγαλοπρέπεια, επίπλαστη δόξα
2. η προστάς
3. (δ. γρφ.) η πρόσστασις
4. φρ. «πρόστασις ἡ πρὸς τοῦ θυρώματος» — το προστομιαίο(ν).

Greek Monotonic

πρόστᾰσις: ἡ (προστῆναι), εξωτερική μεγαλοπρέπεια, πομπώδης επίδειξη, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόστασις -εως, ἡ [προ-ίσταμαι] uiterlijke praal:. ἐκπλήττεται ὑπὸ τῆς τῶν τυραννικῶν προστάσεως hij wordt verblind door de pracht en praal van dictatoriale regimes Plat. Resp. 577a. blokkering (van de ademhaling). Hp.

Russian (Dvoretsky)

πρόστᾰσις: εως ἡ внешний блеск, пышность Plut.

Middle Liddell

πρό-στᾰσις, εως, [προστῆναι]
outward dignity, pompous appearance, pomp, Plat.