στρεφεδινέω: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στρεφεδῑνέω:''' кружить, вращать: στρεφεδίνηθεν (aor. pass. = ἐστρεφεδινήθησαν) οἱ [[ὄσσε]] Hom. закружилось у него в глазах. | |elrutext='''στρεφεδῑνέω:''' [[кружить]], [[вращать]]: στρεφεδίνηθεν (aor. pass. = ἐστρεφεδινήθησαν) οἱ [[ὄσσε]] Hom. закружилось у него в глазах. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 15:00, 20 August 2022
English (LSJ)
A spin, whirl round:—Pass., spin round and round, στρεφεδίνηθεν δέ οἱ ὄσσε, of one stunned by a blow, Il.16.792. II intr. in Act., spin, whirl round, Q.S.13.7. Cf. στροφοδινέομαι.
German (Pape)
[Seite 953] im Wirbel drehen od. wenden, u. pass. sich im Wirbel drehen, kreisen, ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν, für ἐστρεφεδινήθησαν, die Augen wurden ihm schwindlig, Il. 16, 792. – Auch intrans., sich im Wirbel, int Kreise drehen, Qu. Sm. 13, 7.
Greek (Liddell-Scott)
στρεφεδῑνέω: περιστρέφω τι, περιδινῶ. -Παθ., περιστρέφω ὁλόγυρα, ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (ἀντὶ -νήθησαν), περιεστρέφοντο ὁλόγυρα, ἐπὶ ἀνθρώπου ζαλισθέντος ἐκ κτυπήματος ἐπὶ τοῦ αὐχένος, Ἰλ. Π. 792. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., περιδινῶ, στρηφογυρίζω, κλώθω, Κόϊντ. Σμ. 13. 6. -Πρβλ. στροφοδινέομαι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire tourner ; Pass. (3ᵉ pl. ao. épq. στρεφεδίνηθεν) tournoyer.
Étymologie: στρέφω, δινέω.
Greek Monotonic
στρεφεδῑνέω: μέλ. -ήσω, περιδινίζω ή περιστρέφω κάτι — Παθ., ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (αντί -νήθησαν), τα μάτια του περιστρέφονταν ολόγυρα, λέγεται για άνθρωπο που έχει ζαλιστεί από χτύπημα στον αυχένα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
στρεφεδῑνέω: кружить, вращать: στρεφεδίνηθεν (aor. pass. = ἐστρεφεδινήθησαν) οἱ ὄσσε Hom. закружилось у него в глазах.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρεφεδινέω [στρέφω, δινέω] pass. in het rond draaien (van ogen).
Middle Liddell
στρεφε-δῑνέω, fut. -ήσω
to spin or whirl something round: Pass., ὄσσε οἱ στρεφεδίνηθεν (for -νήθησαν) his eyes span round, of one stunned by a blow on the nape of the neck, Il.