συμπροπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συμπροπίπτω:''' вместе устремляться, выбегать: ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων [[αὐτῷ]] (v. l. συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν [[φίλων]] Polyb. он ушел, сопровождаемый друзьями. | |elrutext='''συμπροπίπτω:''' вместе устремляться, выбегать: ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων [[αὐτῷ]] ([[varia lectio|v.l.]] συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν [[φίλων]] Polyb. он ушел, сопровождаемый друзьями. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 9 January 2022
English (LSJ)
A rush forth with, τινι f.l. in Plb.31.14.1.
German (Pape)
[Seite 990] (s. πίπτω), mit od. zugleich heraus-od. hervorfallen, hervorgehen, Pol. 31, 22, 1.
Greek (Liddell-Scott)
συμπροπίπτω: ὁρμῶ πρὸς τὰ ἐμπρὸς μετά τινος, τινι Πολύβ. 31. 22, 1.
Greek Monolingual
Α προπίπτω
πέφτω προς τα εμπρός ταυτόχρονα με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
συμπροπίπτω: вместе устремляться, выбегать: ἀπηλλάττετο, συμπροπεσόντων αὐτῷ (v.l. συμπροπεμπόντων αὐτὸν) τῶν φίλων Polyb. он ушел, сопровождаемый друзьями.