σύμμορος: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "αῑο" to "αῖο")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. ξύμμορος, -ον, Α<br />αυτός που ανήκε στην [[ίδια]] φορολογική [[κατηγορία]] («Θηβαῑοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῑς», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόρα]] [Ι] «[[τάγμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μορος</i>].
|mltxt=και αττ. τ. ξύμμορος, -ον, Α<br />αυτός που ανήκε στην [[ίδια]] φορολογική [[κατηγορία]] («Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῑς», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόρα]] [Ι] «[[τάγμα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μορος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:50, 14 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμορος Medium diacritics: σύμμορος Low diacritics: σύμμορος Capitals: ΣΥΜΜΟΡΟΣ
Transliteration A: sýmmoros Transliteration B: symmoros Transliteration C: symmoros Beta Code: su/mmoros

English (LSJ)

ον, A united in the same μόρα, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Th.4.93.

German (Pape)

[Seite 983] wie συντελής, mit zu Abgaben verpflichtet, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, und die ihnen unterthan waren, Thuc. 4, 93.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμορος: -ον, ὡς τὸ συντελής, ἡνωμένος ἐπὶ σκοπῷ φορολογίας, Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς, ἐπὶ τῶν ἐλασσόνων πολιτειῶν τῆς Βοιωτίας, Θουκ. 4. 93, πρβλ. Arnold 76.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
associé, confédéré.
Étymologie: σύν, μείρομαι.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξύμμορος, -ον, Α
αυτός που ανήκε στην ίδια φορολογική κατηγορία («Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῑς», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορος (< μόρα [Ι] «τάγμα»), πρβλ. ἔμ-μορος].

Greek Monotonic

σύμμορος: -ον, ενωμένος, συγχωνευμένος για φορολογικούς λόγους, υποτελής που καταβάλλει φόρους, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σύμμορος: обложенный данью или налогами, т. е. зависимый, подвластный (Θηβαῖοι καὶ οἱ ξύμμοροι αὐτοῖς Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμμορος -ον, Att. ook ξύμμορος [σύν, μόρα] tot dezelfde legerafdeling behorend als, met dat.

Middle Liddell

σύμ-μορος, ον,
united for purposes of taxation, Thuc.