τυροφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τῡροφόρος''': -ον, ὁ [[μετὰ]] τυροῦ κατεσκευασμένος, ἢ πεπασμένος διὰ τυροῦ, [[πλακοῦς]] Ἀνθ. Π. 6. 155· πρβλ. [[τυρόνωτος]].
|lstext='''τῡροφόρος''': -ον, ὁ μετὰ τυροῦ κατεσκευασμένος, ἢ πεπασμένος διὰ τυροῦ, [[πλακοῦς]] Ἀνθ. Π. 6. 155· πρβλ. [[τυρόνωτος]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 12:27, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡροφόρος Medium diacritics: τυροφόρος Low diacritics: τυροφόρος Capitals: ΤΥΡΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: tyrophóros Transliteration B: tyrophoros Transliteration C: tyroforos Beta Code: turofo/ros

English (LSJ)

ον, A with cheese on it, πλακοῦς AP6.155 (Theodorid.).

German (Pape)

[Seite 1165] Käse tragend, habend, enttzaltend, πλακόεις, Theodorid. 5 (VI, 155).

Greek (Liddell-Scott)

τῡροφόρος: -ον, ὁ μετὰ τυροῦ κατεσκευασμένος, ἢ πεπασμένος διὰ τυροῦ, πλακοῦς Ἀνθ. Π. 6. 155· πρβλ. τυρόνωτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recouvert de fromage (gâteau).
Étymologie: τυρός, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
τυρόνωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -φόρος].

Greek Monotonic

τῡροφόρος: -ον (φέρω), κατασκευασμένος από τυρί, αυτός που φέρει τυρί πάνω του, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τῡροφόρος: содержащий сыр, приготовленный с сыром (πλακοῦς Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τυροφόρος -ον [τυρός, φέρω] met kaas erop (koek).

Middle Liddell

τῡρο-φόρος, ον, φέρω
with cheese on it, Anth.