χρυσομηλολόνθιον: Difference between revisions

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />(mon) petit scarabée d’or <i>t. d’amitié</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[μηλολόνθη]].
|btext=ου (τό) :<br />(mon) petit scarabée d'or <i>t. d'amitié</i>.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[μηλολόνθη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:40, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσομηλολόνθιον Medium diacritics: χρυσομηλολόνθιον Low diacritics: χρυσομηλολόνθιον Capitals: ΧΡΥΣΟΜΗΛΟΛΟΝΘΙΟΝ
Transliteration A: chrysomēlolónthion Transliteration B: chrysomēlolonthion Transliteration C: chrysomilolonthion Beta Code: xrusomhlolo/nqion

English (LSJ)

τό, Dim. as if from *χρυσομηλολόνθη, A a little golden beetle or cockchafer, as a term of endearment, Ar.V.1341.

German (Pape)

[Seite 1381] τό, dim. von χρυσομηλολόνθη, Goldkäferchen, ein Schmeichelwort bei Ar. Vesp. 1341.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσομηλολόνθιον: τό, ὑποκορ. ὥσπερ ἐξ οὐσιαστικοῦ χρυσομηλολόνθη, μικρὸς χρυσοκάνθαρος, ὡς ὅρος ἐκφράζων στοργήν, Ἀριστοφ. Σφ. 1341.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
(mon) petit scarabée d'or t. d'amitié.
Étymologie: χρυσός, μηλολόνθη.

Greek Monolingual

τὸ, Α υποκορ. τ. του χρυσομηλολόνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. ενός τ. χρυσομηλολόνθη, ο οποίος, όμως, απαντά μεταγενέστερα].

Greek Monotonic

χρῡσομηλολόνθιον: τό, υποκορ. όπως αν προερχόταν από χρυσομηλολόνθη, μικρό χρυσό σκαθάρι, χρησιμ. ως όρος έκφρασης στοργής, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσομηλολόνθιον: τό (шутл.-ласковое обращение) золотистый жучок Arph.

Middle Liddell

χρῡσο-μηλολόνθιον, ου, τό, [Dim. as if from χρυσομηλολόνθη
little golden beetle, as a term of endearment, Ar.