ψίω: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ψίζω]] ΜΑ<br />[[τρέφω]], [[ταΐζω]] («ψίσαι<br />ψωμίσαι», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μασώ]] («οὐ γὰρ τις αὐτῶν ψίσεται [[πύρνον]] γνάθῳ», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεπτύνω]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Ωρίωνα) «ψίω<br />[[ποτίζω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για εκφραστικό τ., με φωνηεντισμό -<i>ῑ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[πρίω]], [[χνίω]], [[χρίω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] του ρ. <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> (για τον φωνηεντισμό και τη σημ. <b>βλ. λ.</b> <i>ψήω</i>)].
|mltxt=και [[ψίζω]] ΜΑ<br />[[τρέφω]], [[ταΐζω]] («ψίσαι<br />ψωμίσαι», <b>Φώτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μασώ]] («οὐ γὰρ τις αὐτῶν ψίσεται [[πύρνον]] γνάθῳ», <b>Λυκόφρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεπτύνω]]<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Ωρίωνα) «ψίω<br />[[ποτίζω]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], πρόκειται για εκφραστικό τ., με φωνηεντισμό -<i>ῑ</i> ([[πρβλ]]. [[πρίω]], [[χνίω]], [[χρίω]]). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], το ρ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] του ρ. <i>ψήω</i> / <i>ψῆν</i> (για τον φωνηεντισμό και τη σημ. <b>βλ. λ.</b> <i>ψήω</i>)].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψίω Medium diacritics: ψίω Low diacritics: ψίω Capitals: ΨΙΩ
Transliteration A: psíō Transliteration B: psiō Transliteration C: psio Beta Code: yi/w

English (LSJ)

A v. ψίζω.

German (Pape)

[Seite 1401] seltnere Nebenform von ψάω, ψέω, ψήχω, zerreiben; bes. zermalmen, dah. auch zerkauen, ψίσεται πύρνον γνάθῳ Lyc. 639; ἐψισμένος Antp. Th. 53 (IX, 302); ἐψίσθη erkl. Hesych. ἀπέθανεν. – Aber λευκῷ σ' ἔψισα γάλακτι Euphor. Ir. 51 ist = tränken, wie Orion ψίω durch ποτίζω erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ψίω: ἴδε ἐν λ. ψίζω.

French (Bailly abrégé)

déchirer.
Étymologie: cf. ψάω.

Greek Monolingual

και ψίζω ΜΑ
τρέφω, ταΐζω («ψίσαι
ψωμίσαι», Φώτ.)
αρχ.
1. μασώ («οὐ γὰρ τις αὐτῶν ψίσεται πύρνον γνάθῳ», Λυκόφρ.)
2. λεπτύνω
3. (κατά τον Ωρίωνα) «ψίω
ποτίζω».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για εκφραστικό τ., με φωνηεντισμό - (πρβλ. πρίω, χνίω, χρίω). Κατ' άλλη άποψη, το ρ. συνδέεται με τη ρίζα του ρ. ψήω / ψῆν (για τον φωνηεντισμό και τη σημ. βλ. λ. ψήω)].

Russian (Dvoretsky)

ψίω: (ῑ) крошить, med. жевать, разжевывать: ἐξ μελισσῶν ἐψισμένος Anth. накормленный (по по друг. - искусанный) пчелами.

Frisk Etymology German

ψίω: {psíō}
Forms: Aor. ψῖσαι, Fut. ψίσομαι, ἐπιψιεῖ, Pf. Pass. ἔψισμαι
Meaning: mit Bröckchen, Milch, füttern, päppeln, ψωμίζω, ποτίζω, auch (Fut. Med.) zerkauen (Lyk., Euph., AP, Phot., Eust. u.a.),
Composita : auch m. κατα-, ἀπο-, ἐπι- (EM, H.), ἐ<μ>ψίουσα = τροφὰς διδοῦσα χόνδρου (A. Fr. 51 = 427 M.), = ἐρέγματαδιδοῦσαH.
Derivative: Daneben ψίξ, Gen. ψιχός, Nom. pl. ψῖχες (-αι H.) m. f. Bröckchen (Plu., Aret., Alex. Aphr.), Ψιχάρπαξ Brosamenräuber (Batr.), mit -ία n. pl. Brosamen (NT), -ίδια (H., EM), -ιώδεις ψωμοί (Eust.).
Etymology : Bildung wie πρίω, χρίω, χνίω u.a.; ψιχ- wie ψήχ-ω, ψώχ-ω. Zu ψῆν (s.d.).
Page 2,1139