ἀελλοδρόμας: Difference between revisions
From LSJ
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
(4000) |
(6_15) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)ellodro/mas | |Beta Code=a)ellodro/mas | ||
|Definition=α, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">storm-swift</b>, πῶλος <span class="bibl">B.5.39</span>.</span> | |Definition=α, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">storm-swift</b>, πῶλος <span class="bibl">B.5.39</span>.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀελλοδρόμας''': ὁ, ταχὺς ὡς ἡ [[ἄελλα]], [[θύελλα]], πῶλον ἀελλοδρόμαν, Βακχυλίδης V, 39. Τὰ χειρόγρ. τῶν σχολ. εἰς Πίνδ. (Ὀλ. 1) ἔχουσιν ἀελλόδρομος, ἀλλ’ ὁ Βακχυλίδης φιλεῖ τοὺς τύπους εἰς -ης, (-ας), [[ὥστε]] δὲν ἔχομεν λόγον ν’ ἀμφιβάλλωμεν περὶ τῆς ἀκριβείας τοῦ κειμένου. Σημ. Kenyon. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 5 August 2017
English (LSJ)
α,
A storm-swift, πῶλος B.5.39.
Greek (Liddell-Scott)
ἀελλοδρόμας: ὁ, ταχὺς ὡς ἡ ἄελλα, θύελλα, πῶλον ἀελλοδρόμαν, Βακχυλίδης V, 39. Τὰ χειρόγρ. τῶν σχολ. εἰς Πίνδ. (Ὀλ. 1) ἔχουσιν ἀελλόδρομος, ἀλλ’ ὁ Βακχυλίδης φιλεῖ τοὺς τύπους εἰς -ης, (-ας), ὥστε δὲν ἔχομεν λόγον ν’ ἀμφιβάλλωμεν περὶ τῆς ἀκριβείας τοῦ κειμένου. Σημ. Kenyon.