ἀμετάβατος: Difference between revisions

From LSJ

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ,")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> intransitif.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μεταβαίνω]].
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> intransitif.<br />'''Étymologie:''' [[]], [[μεταβαίνω]].
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 16:40, 14 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάβᾰτος Medium diacritics: ἀμετάβατος Low diacritics: αμετάβατος Capitals: ΑΜΕΤΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: ametábatos Transliteration B: ametabatos Transliteration C: ametavatos Beta Code: a)meta/batos

English (LSJ)

ον, A not changing place, stationary, ἥλιος Cleom.2.1; οὐρανός Simp.in Ph.611.5. Adv. -τως without transition, ἀκινήτως καὶ ἀ. Procl.Inst.52, cf. Simp. in Ph.1162.6. 2 Gramm., intransitive, ῥῆμα A.D.Pron.44.12, al. Adv. -τως intransitively, Sch.Ar.Pl. 158. II Pass., incapable of being traversed, i.e. unextended, Epicur. Ep.1p.18U.

German (Pape)

[Seite 122] intransitivum, ῥῆμα, Gramm. – Adv. -τως, wie ein intransit.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάβᾰτος: -ον, ὁ μὴ μεταβαίνων ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς ἄλλο μέρος, ἀμετάβατον ῥῆμα Γραμμ. Ἐπίρρ. -τως Σχόλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de gramm. intransitif.
Étymologie: , μεταβαίνω.

Spanish (DGE)

-ον
I fil.
1 inmóvil (ὁ ἥλιος) οὐκ ἔστι δ' ἀκίνητος οὐδὲ ἀ. Cleom.2.1.71, (ὁ οὐρανός) οὐ μεταβαίνει τόπον ἐκ τόπου, ἀλλὰ μένει γε ἐν ταὐτῷ καὶ ἀ. λέγεται Simp.in Ph.611.5.
2 inmutable c. abstr. ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ Procl.in Euc.214.1, Simp.in Ph.1162.6, cf. Procl.in Ti.2.243.19, ζωή Simp.in Ph.613.38, tb. subst. τὸ ἀμετάβατον τῶν ποιοτήτων Porph.in Cat.100.8.
3 subst. impenetrabilidad ἡ γὰρ κοινότης ἡ ὑπάρχουσα αὐτοῖς πρὸς τὰ ἀμετάβατα la comunidad que se da entre ellos (los átomos) en cuanto a su impenetrabilidad Epicur.Ep.[2] 59.8.
II gram.
1 del pronombre reflexivo op. τὰ μεταβατικά A.D.Pron.44.12, ἡ ἀ. κατὰ τὸ πρόσωπον ἀντωνυμία Sch.D.T.88.31.
2 del verbo intransitivo ῥῆμα Sch.D.T.89.4, cf. Priscian.Inst.552.25.
III adv. -ως
1 fil. sin transición ἀκινήτως καὶ ἀ. sin movimiento ni transición Procl.Inst.52.
2 gram. intransitivamente Sch.Ar.Pl.142, 158.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀμετάβατος, -ον) μεταβαίνω
1. αυτός που δεν έχει μεταβεί ή δεν μπορεί να μεταβεί κάπου
αρχ.
1. (για τον ήλιο ή τον ουρανό) αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, στάσιμος, ακίνητος
2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον διαβεί, να τον διασχίσει.