ἀποβλάστημα: Difference between revisions
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "]]de " to "]] de ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[brote]]de una planta, Thphr.<i>CP</i> 1.20.1<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ [[αὑτοῦ]] [[ἀποβλάστημα]] ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo</i> Pl.<i>Smp</i>.208b<br /><b class="num">•</b>en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[brote]] de una planta, Thphr.<i>CP</i> 1.20.1<br /><b class="num">•</b>fig. τὸ [[αὑτοῦ]] [[ἀποβλάστημα]] ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo</i> Pl.<i>Smp</i>.208b<br /><b class="num">•</b>en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 16:25, 9 August 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A shoot, Thphr. CP1.20.1: metaph., τὸ ἑαυτοῦ ἀ. πᾶς φιλεῖ Pl.Smp.208b.
German (Pape)
[Seite 297] τό, Sprößling, Abkömmling, Plat. Conv. 208 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλάστημα: -ατος, τὸ, βλαστὸς, «βλαστάρι», Πλάτ. Συμπ. 208Β, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 21, 1.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
pousse, rejeton.
Étymologie: ἀποβλαστάνω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
brote de una planta, Thphr.CP 1.20.1
•fig. τὸ αὑτοῦ ἀποβλάστημα ... πᾶν τιμᾷ todo ser estima lo que es retoño de sí mismo Pl.Smp.208b
•en anat. gener. de músculos y nervios, Gal.3.222, 227, 233, 243.
Greek Monolingual
το (Α ἀποβλάστημα)
νεοελλ.
1. πληθ. τα αποβλαστήματα (κατά τη θεωρία του Δαρβίνου) είναι αόρατα σωματίδια που παράγονται από τα σωματικά κύτταρα στα διάφορα όργανα, αποχωρίζονται απ' αυτά και συσσωρεύονται με ανάλογα σωματίδια στα γεννητικά κύτταρα
2. κύτταρα που συσσωματώνονται για να προφυλάσσονται τα σφουγγάρια απο δυσμενείς καιρικές συνθήκες
αρχ.
1. βλαστάρι, βλαστός
2. γόνος, τέκνο.
Greek Monotonic
ἀποβλάστημα: -ατος, τό, βλαστός, βλαστάρι, κλαδάκι, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβλάστημα: ατος τό отпрыск, побег Plat.
Middle Liddell
[from ἀποβλαστάνω
a shoot, scion, Plat.