ἀποδασμός: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀποδασμός:''' ὁ обособившаяся часть (Θεσσαλῶν Thuc.).
|elrutext='''ἀποδασμός:''' ὁ [[обособившаяся часть]] (Θεσσαλῶν Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀποδατέομαι]]<br />a [[division]], [[part]] of a [[whole]], Thuc.
|mdlsjtxt=[from [[ἀποδατέομαι]]<br />a [[division]], [[part]] of a [[whole]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 10:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδασμός Medium diacritics: ἀποδασμός Low diacritics: αποδασμός Capitals: ΑΠΟΔΑΣΜΟΣ
Transliteration A: apodasmós Transliteration B: apodasmos Transliteration C: apodasmos Beta Code: a)podasmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἀποδατέομαι) A division, part of a whole, Th.1.12; separation, χώρας ἀποδασμῷ ζηυιωθῆναι by loss of territory, D.H.3.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδασμός: ὁ, (ἀποδατέομαι) μερὶς ἐκ συνόλου τινός, ἦν δὲ αὐτῶν [τῶν Βοιωτῶν] καὶ ἀποδασμὸς πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ Θουκ. 1. 12, Διον. Ἁλ. 3. 6: περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 385.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
partie détachée d’un tout, fraction.
Étymologie: ἀποδαίομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 parte separada Th.1.12.
2 privación de χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6.

Greek Monolingual

ἀποδασμός, ο (Α) αποδατούμαι
1. τεμαχισμός ενός όλου, διαίρεση, μερισμός
2. μέρος ενός συνόλου.

Greek Monotonic

ἀποδασμός: ὁ, μερίδα, το μέρος ενός όλου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδασμός:обособившаяся часть (Θεσσαλῶν Thuc.).

Middle Liddell

[from ἀποδατέομαι
a division, part of a whole, Thuc.