ἀφαίρεμα: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[lo que se aparta]] como contribución que se ofrenda al templo, [[ofrenda]], hebr. <i>T<sup>e</sup>rumah</i> τὸν βραχίονα τοῦ ἀφαιρέματος LXX <i>Ex</i>.29.27, cf. 28, <i>Le</i>.7.32, 34, ἀ. [[ἀργύριον]] καὶ χαλκόν LXX <i>Ex</i>.35.24, ἄρτον ἀ. LXX <i>Nu</i>.15.20, τὰ ἀφαιρέματα ... ὡς σῖτος ἀπὸ ἅλω καὶ ἀ. ἀπὸ ληνοῦ LXX <i>Nu</i>.18.27, τὰ πρὸς τὰς θυσίας ἀφαιρέματα I.<i>AI</i> 14.227, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[descuento]], [[reducción]] ἀφαιρέμ(ατος) (δρ.) κ <i>POxy</i>.1731.10 (III d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[sémola]] de ζέα Plin.<i>HN</i> 18.112.<br /><b class="num">4</b> sent. dud., cierto objeto utilizado en los baños públicos πυέλ[οι] ς καὶ ἐπιτονείοις καὶ ἀφαιρέμασι καὶ ἄλλοις ἐνχρήζουσι <i>SB</i> 9921.9 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>sent. dud. en <i>PAmst</i>.79.4 (IV/V d.C.).
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[lo que se aparta]] como contribución que se ofrenda al templo, [[ofrenda]], hebr. <i>T<sup>e</sup>rumah</i> τὸν βραχίονα τοῦ ἀφαιρέματος [[LXX]] <i>Ex</i>.29.27, cf. 28, <i>Le</i>.7.32, 34, ἀ. [[ἀργύριον]] καὶ χαλκόν [[LXX]] <i>Ex</i>.35.24, ἄρτον ἀ. [[LXX]] <i>Nu</i>.15.20, τὰ ἀφαιρέματα ... ὡς σῖτος ἀπὸ ἅλω καὶ ἀ. ἀπὸ ληνοῦ [[LXX]] <i>Nu</i>.18.27, τὰ πρὸς τὰς θυσίας ἀφαιρέματα I.<i>AI</i> 14.227, cf. Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[descuento]], [[reducción]] ἀφαιρέμ(ατος) (δρ.) κ <i>POxy</i>.1731.10 (III d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[sémola]] de ζέα Plin.<i>HN</i> 18.112.<br /><b class="num">4</b> sent. dud., cierto objeto utilizado en los baños públicos πυέλ[οι] ς καὶ ἐπιτονείοις καὶ ἀφαιρέμασι καὶ ἄλλοις ἐνχρήζουσι <i>SB</i> 9921.9 (III d.C.)<br /><b class="num">•</b>sent. dud. en <i>PAmst</i>.79.4 (IV/V d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[ἀφαίρεμα]]) [[αφαιρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]], [[απόσπαση]]<br /><b>2.</b> [[λησμοσύνη]], [[αφηρημάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που αφαιρείται ως το εκλεκτότερο [[μέρος]] από ένα [[σύνολο]], [[προσφορά]], [[αφιέρωμα]]<br /><b>2.</b> [[φόρος]], [[εισφορά]].
|mltxt=το (Α [[ἀφαίρεμα]]) [[αφαιρώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αφαίρεση]], [[απόσπαση]]<br /><b>2.</b> [[λησμοσύνη]], [[αφηρημάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτό που αφαιρείται ως το εκλεκτότερο [[μέρος]] από ένα [[σύνολο]], [[προσφορά]], [[αφιέρωμα]]<br /><b>2.</b> [[φόρος]], [[εισφορά]].
}}
}}

Revision as of 16:00, 20 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφαίρεμα Medium diacritics: ἀφαίρεμα Low diacritics: αφαίρεμα Capitals: ΑΦΑΙΡΕΜΑ
Transliteration A: aphaírema Transliteration B: aphairema Transliteration C: afairema Beta Code: a)fai/rema

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is taken away as the choice part, LXX Ex.35.21, Nu.18.27sq., al., J.AJ14.10.12. 2 tribute, LXX 1 Ma.15.5. 3 deduction, POxy.1731.10 (ii A. D.). 4 coarse grits made from ζέα, Plin.HN18.112.

German (Pape)

[Seite 406] τό, das Weggenommene, bes. beim Opfer Geweihte, LXX. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφαίρεμα: τό, ὅ,τι ἀφαιρεῖται ὡς τὸ ἐκλεκτότατον μέρος, Ἑβδ. (Ἔξ. λε΄, 22, Ἀριθμ. ιη΄, 27, κἑξ., κ. ἀλλ.). Καθ’ Ἡσύχ. «ἀφαίρημα· ἀνάθημα, δῶρον».

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 lo que se aparta como contribución que se ofrenda al templo, ofrenda, hebr. Terumah τὸν βραχίονα τοῦ ἀφαιρέματος LXX Ex.29.27, cf. 28, Le.7.32, 34, ἀ. ἀργύριον καὶ χαλκόν LXX Ex.35.24, ἄρτον ἀ. LXX Nu.15.20, τὰ ἀφαιρέματα ... ὡς σῖτος ἀπὸ ἅλω καὶ ἀ. ἀπὸ ληνοῦ LXX Nu.18.27, τὰ πρὸς τὰς θυσίας ἀφαιρέματα I.AI 14.227, cf. Hsch.
2 descuento, reducción ἀφαιρέμ(ατος) (δρ.) κ POxy.1731.10 (III d.C.).
3 sémola de ζέα Plin.HN 18.112.
4 sent. dud., cierto objeto utilizado en los baños públicos πυέλ[οι] ς καὶ ἐπιτονείοις καὶ ἀφαιρέμασι καὶ ἄλλοις ἐνχρήζουσι SB 9921.9 (III d.C.)
sent. dud. en PAmst.79.4 (IV/V d.C.).

Greek Monolingual

το (Α ἀφαίρεμα) αφαιρώ
νεοελλ.
1. αφαίρεση, απόσπαση
2. λησμοσύνη, αφηρημάδα
αρχ.
1. αυτό που αφαιρείται ως το εκλεκτότερο μέρος από ένα σύνολο, προσφορά, αφιέρωμα
2. φόρος, εισφορά.