ἁμίλλημα: Difference between revisions

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[afán]] ἄλεκτρ', ἄνυμφα ... γάμων ἁμιλλήμαθ' S.<i>El</i>.493<br /><b class="num">•</b>[[esfuerzo]] καθ' ἁμ[ι] λλά[μ] ατα [π] ρᾶτος [[Ἀντωνῖνος]] <i>CIG</i> 5149b (Cirene).
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[afán]] ἄλεκτρ', ἄνυμφα ... γάμων ἁμιλλήμαθ' S.<i>El</i>.493<br /><b class="num">•</b>[[esfuerzo]] καθ' ἁμ[ι] λλά[μ] ατα [π] ρᾶτος [[Ἀντωνῖνος]] <i>CIG</i> 5149b (Cirene).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:55, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμίλλημα Medium diacritics: ἁμίλλημα Low diacritics: αμίλλημα Capitals: ΑΜΙΛΛΗΜΑ
Transliteration A: hamíllēma Transliteration B: hamillēma Transliteration C: amillima Beta Code: a(mi/llhma

English (LSJ)

ατος, τό, A conflict, struggle, S.El.493; καθ' ἁμιλλάματα πρᾶτος CIG 5149b (Cyrene).

Greek (Liddell-Scott)

ἁμίλλημα: -ατος, τό, ἀγών, Σοφ. Ἠλ. 493· ἴδε ἐν λ. ἄλεκτρος. - καθ’ ἁμιλλάματα πρᾶτος Ἐπιγραφ. Κυρήν. ἐν Συλογ. Ἐπιγρ. 5149b.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lutte passionnée (pour obtenir qqch.) ; désir.
Étymologie: ἁμιλλάομαι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
afán ἄλεκτρ', ἄνυμφα ... γάμων ἁμιλλήμαθ' S.El.493
esfuerzo καθ' ἁμ[ι] λλά[μ] ατα [π] ρᾶτος Ἀντωνῖνος CIG 5149b (Cirene).

Greek Monolingual

ἁμίλλημα, το (Α) ἁμιλλῶμαι
1. αγώνας, πάλη
2. γενετήσια μίξη, συνουσία.

Greek Monotonic

ἁμίλλημα: -ατος, τό, αγώνας, σύγκρουση, συμπλοκή, βλ. ἄλεκτρος.

Russian (Dvoretsky)

ἁμίλλημα: ατος (ᾰμ) τό борьба: μιαιφόνων γάμων ἁμιλλήματα Soph. запятнанный кровью брак.

Middle Liddell

ἁμιλλάομαι
a conflict, v. ἄλεκτρος.