ἀφράδμων: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀφράσμων]] A.<i>A</i>.1401<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰδ-]<br /><b class="num">1</b> [[insensato]], [[loco]] ἄνθρωποι <i>h.Cer</i>.256, γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.l.c.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin lógica]] Ἑλληνικαί τε νῆες οὐκ ἀφρασμόνως κύκλῳ πέριξ ἔθεινον las naves griegas hábilmente les acometieron en torno</i> A.<i>Pers</i>.417.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[ἀφράσμων]] A.<i>A</i>.1401<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰδ-]<br /><b class="num">1</b> [[insensato]], [[loco]] ἄνθρωποι <i>h.Cer</i>.256, γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.l.c.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin lógica]] Ἑλληνικαί τε νῆες οὐκ ἀφρασμόνως κύκλῳ πέριξ ἔθεινον las naves griegas hábilmente les acometieron en torno</i> A.<i>Pers</i>.417.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:40, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρᾰδμων Medium diacritics: ἀφράδμων Low diacritics: αφράδμων Capitals: ΑΦΡΑΔΜΩΝ
Transliteration A: aphrádmōn Transliteration B: aphradmōn Transliteration C: afradmon Beta Code: a)fra/dmwn

English (LSJ)

in Trag. ἀφράσμων, ον, gen. ονος, A = ἀφραδής, c. inf., ἀφράδμονες προγνώμεναι without sense to foresee, h.Cer.256; γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.Ag.1401, cf. S.Fr.613. Adv. ἀφρασμόνως A.Pers.417.—Only poet.

German (Pape)

[Seite 414] ον, = ἀφραδής, προγνώμεναι, ohne den Verstand, etwas vorherzusehen, H. h. Cer. 257. – Adv. ἀφραδμόνως, Aesch. Pers. 409. – Vgl. ἀφράσμων.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφράδμων: Ἀττ. ἀφράσμων, ον, γεν. -ονος, = ἀφραδής, μετ’ ἀπαρ., ἀφράδμων προγνώμεναι, μὴ ἔχων φρόνησιν ὥστε νὰ προΐδῃ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 257· γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1401, Σοφ. Ἀποσπ. 542. ― Ἐπίρρ. ἀφρασμόνως Αίσχύλ. Πέρσ. 417. Μόνον ποιητ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
c. ἀφραδής.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀφράσμων A.A.1401
• Prosodia: [-ᾰδ-]
1 insensato, loco ἄνθρωποι h.Cer.256, γυναικὸς ὡς ἀφράσμονος A.l.c.
2 adv. -ως sin lógica Ἑλληνικαί τε νῆες οὐκ ἀφρασμόνως κύκλῳ πέριξ ἔθεινον las naves griegas hábilmente les acometieron en torno A.Pers.417.

Greek Monotonic

ἀφράδμων: -ον, γεν. -ονος = ἀφραδής, αυτός που δεν έχει αισθήσεις, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ἀφράδμων: 2, gen. ονος HH = ἀφραδής.

Middle Liddell

ἀφραδής
= ἀφραδής, without sense, Hhymn.