ἄναιμος: Difference between revisions
οὐχὶ σοῦσθ'; οὐκ ἐς κόρακας; οὐκ ἄπιτε; παῖε τῷ ξύλῳ → You will not go? The plague seize you! Will you not clear off? Hit them with your stick!
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄναιμος''': -ον, ([[αἷμα]]) ἀντίθ. τῷ [[ἔναιμος]], ὁ [[ἄνευ]] αἵματος, ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος, Πλάτ. Τίμ. 70C, Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 16, 5., 3. 19, 5, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων τινῶν, | |lstext='''ἄναιμος''': -ον, ([[αἷμα]]) ἀντίθ. τῷ [[ἔναιμος]], ὁ [[ἄνευ]] αἵματος, ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος, Πλάτ. Τίμ. 70C, Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 16, 5., 3. 19, 5, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων τινῶν, συχν. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 4., 3, καὶ ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 15:05, 31 January 2022
English (LSJ)
ον, (αἷμα), opp. ἔναιμος, A bloodless, of parts of the body, Pl.Ti.70c, Prt.321b, Arist.HA495a4: Comp., 520b33, al. II of animals, Id.PA678a33, al. 2 generally, of colour, νᾶπυ ἀναιμότερον κεχρωσμένον Aët.1.298. 3 metaph., χλωρὰ καὶ ἄ. τὰ πράγματα Gorg.Fr.16. III shedding no blood, πολλοὺς δὲ βροντῆς πνεῦμ' ἄ. ὤλεσεν E.Fr.982; ἀ. νίκη D.C.68.19.
German (Pape)
[Seite 189] blutlos, Plat. Tim. 70 c 72 c; Arist. H. A. 5, 31 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἄναιμος: -ον, (αἷμα) ἀντίθ. τῷ ἔναιμος, ὁ ἄνευ αἵματος, ἐπὶ μελῶν τοῦ σώματος, Πλάτ. Τίμ. 70C, Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 16, 5., 3. 19, 5, καὶ ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ ζῴων τινῶν, συχν. παρ’ Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 4., 3, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a pas de sang.
Étymologie: ἀ, αἷμα.
Spanish (DGE)
-ον
I 1carente de sangre, no sanguíneo (θριξίν) καὶ δέρμασι στερεοῖς καὶ ἀναίμοις Pl.Prt.321b, πλεύμονος ἰδέα Pl.Ti.70c, ὀστέον Hp.Morb.2.24, ὁ ἐγκέφαλος Arist.HA 495a4, cf. Plu.2.913e, Diog.Oen.37.2.13
•de ciertos animales, Democr.B 5.2, Thphr.Sens.23, esp. de cefalópodos y crustáceos, Arist.PA 678a33, GA 758a5, Sens.438a24, βάτραχοι Ph.1.693.
2 pálido, falto de color de una planta, Aët.1.292
•fig. de acciones descolorido, sin relevancia χλωρὰ καὶ ἄ. τὰ πράγματα Gorg.B 16.
II no sangriento, que no produce derramamiento de sangre πολλοὺς δὲ βροντῆς πνεῦμ' ἄναιμον ὤλεσεν E.Fr.982, νίκη D.C.68.19.4
•de sacrificios incruento θυσίαι Eus.DE 1.10 (p.48.4), cf. VC 4.45.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἄναιμος, -ον)
αυτός που δεν έχει αίμα, ο αναίματος
αρχ.
αυτός που δεν χύνει αίμα (π. χ. «ἄναιμος νίκη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν- στερ. + -αιμος < αἷμα.
ΠΑΡ. αναιμία
αρχ.
ἀναιμότης, ἀναιμωτί
νεοελλ.
αναιμικός.
ΣΥΝΘ. ἀναιμόσαρκος.
Greek Monotonic
ἄναιμος: -ον (αἷμα), αυτός που δεν έχει αίμα, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἄναιμος: Plat., Arst., Plut. = ἀναίματος.