ἐκμελετάω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκμελετάω''': μέλλ. –ήσω, ἀσκῶ ἢ [[διδάσκω]] τινὰ ἐπιμελῶς, [[μετὰ]] αἰτ., ἵνα ὅ τι μάλιστά με ἐκμελετήσῃς Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α. 2) ἐντελῶς [[μανθάνω]], ἐξασκοῦμαι, Λατ. meditari, Ἀντιφῶν 121. 41, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286D· τὴν εἰς τὸ [[θεῖον]] ἐκμ. Βλασφημίαν Μένανδ. ἐν Ἀδηλ. 169.
|lstext='''ἐκμελετάω''': μέλλ. –ήσω, ἀσκῶ ἢ [[διδάσκω]] τινὰ ἐπιμελῶς, μετὰ αἰτ., ἵνα ὅ τι μάλιστά με ἐκμελετήσῃς Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α. 2) ἐντελῶς [[μανθάνω]], ἐξασκοῦμαι, Λατ. meditari, Ἀντιφῶν 121. 41, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286D· τὴν εἰς τὸ [[θεῖον]] ἐκμ. Βλασφημίαν Μένανδ. ἐν Ἀδηλ. 169.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 13:00, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκμελετάω Medium diacritics: ἐκμελετάω Low diacritics: εκμελετάω Capitals: ΕΚΜΕΛΕΤΑΩ
Transliteration A: ekmeletáō Transliteration B: ekmeletaō Transliteration C: ekmeletao Beta Code: e)kmeleta/w

English (LSJ)

A train or teach carefully, τινά Pl.Hp.Ma.287a. 2 learn perfectly, con over, practise, Antipho 3.2.7, Pl.Hp.Ma.286d; τὴν εἰς τὸ θεῖον ἐ. βλασφημίαν Men.715.

German (Pape)

[Seite 769] sehr sorgfältig üben; τινά, gründlich unterrichten, Plat. Hipp. mai. 287 a; eine Kunst oder Wissenschaft gründlich lernen; neben μανθάνω 286 d, vgl. Antiph. III β 7; Sp., wie Plut. Galb. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκμελετάω: μέλλ. –ήσω, ἀσκῶ ἢ διδάσκω τινὰ ἐπιμελῶς, μετὰ αἰτ., ἵνα ὅ τι μάλιστά με ἐκμελετήσῃς Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 287Α. 2) ἐντελῶς μανθάνω, ἐξασκοῦμαι, Λατ. meditari, Ἀντιφῶν 121. 41, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 286D· τὴν εἰς τὸ θεῖον ἐκμ. Βλασφημίαν Μένανδ. ἐν Ἀδηλ. 169.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
donner tout son soin à, appliquer son esprit à, s’exercer à, inf..
Étymologie: ἐκ, μελετάω.

Spanish (DGE)

1 c. ac. de pers. educar, preparar completamente, enseñar ἵνα ὅτι μάλιστά με ἐκμελετήσῃς para que me prepares completamente en la dialéctica, Pl.Hp.Ma.287a.
2 practicar, ejercitarse, prepararse ἀκούσας καὶ μαθὼν καὶ ἐκμελετήσας en la dialéctica, Pl.Hp.Ma.286d cf. Clit.407b, Antipho 3.2.7 (var.), Aristid.Or.29.13
c. rég. ejercitarse en, entrenarse para c. inf. ἵνα ... ἐκμελετήσωσιν οὐδὲν ... φοβεῖσθαι D.C.43.4.1, cf. Plu.Galb.14, c. ac. de abstr. τὴν κλεπτικήν Luc.DDeor.11.2, λόγους Luc.Par.1, Them.Or.10.133b, πάντα τὰ τῆς ἀρετῆς οἰκεῖα LXX 2Ma.15.12, τὰ πρὸς σπουδήν Ath.10a, τὴν ῥᾳστώνην ... ταύτην Philostr.Gym.46, σωφροσύνην D.Chr.13.32, cf. Carm.Aur.45, τὰ ... ὀνήσιμα Eutecnius Th.Par.3.23, ἐκμελετῶν ἀσπάσμασι Καίσαρα κλεινόν ejercitándose con saludos en repetir el nombre del glorioso César de un loro AP 9.562 (Crin.).

Greek Monotonic

ἐκμελετάω: μέλ. -ήσω,
1. εκπαιδεύω με επιμέλεια, τινα, σε Πλάτ.
2. μαθαίνω τέλεια, επαναλαμβάνω, μελετώ, εξασκούμαι σε κάτι, τι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκμελετάω:
1) тщательно обучать (τινα Plat.);
2) основательно изучать, усваивать (τι Plat., Men., Plut.);
3) почтительно приветствовать (ἀσπάσμασί τινα Anth.).

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to train carefully, τινα Plat.
2. to learn perfectly, con over, practise, τι Plat.