ἐξαπατητικός: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡτο" to "οῦτο")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐξαπατητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να εξαπατά («καὶ τοῡτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται για [[εξαπάτηση]], ο [[παραπλανητικός]], ο [[απατηλός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐξαπατητικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να εξαπατά («καὶ τοῦτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται για [[εξαπάτηση]], ο [[παραπλανητικός]], ο [[απατηλός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:20, 28 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰπατητικός Medium diacritics: ἐξαπατητικός Low diacritics: εξαπατητικός Capitals: ΕΞΑΠΑΤΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exapatētikós Transliteration B: exapatētikos Transliteration C: eksapatitikos Beta Code: e)capathtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A calculated to deceive, τῶν πολεμίων X.Eq.Mag.4.12, S.E.M.2.93. Adv. -κῶς Poll.4.24.

German (Pape)

[Seite 870] ή, όν, betrügerisch, täuschend, τινός, Xen. Hipparch. 4, 12 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαπατητικός: -ή, -όν, ὁ ἐξαπατῶν, ὁ δυνάμενος νὰ ἐξαπατήσῃ, τοῦτο ἐξαπατητικὸν τῶν πολεμίων Ξεν. Ἱππαρχ. 4. 12, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 93. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. Δ΄, 24.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à tromper.
Étymologie: ἐξαπατάω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que induce a engaño a c. gen. τῶν πολεμίων X.Eq.Mag.4.12, cf. Poll.4.47
neutr. subst. τὸ εἰκαῖον καὶ ἐξαπατητικόν S.E.M.2.93.
2 adv. -ῶς falazmente Apollon.Lex.128.5, Poll.4.24.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐξαπατητικός, -ή, -όν)
1. ο κατάλληλος ή ικανός να εξαπατά («καὶ τοῦτο γὰρ ἐξαπατητικόν τῶν πολεμίων», Ξεν.)
2. αυτός που γίνεται για εξαπάτηση, ο παραπλανητικός, ο απατηλός.

Greek Monotonic

ἐξᾰπᾰτητικός: -ή, -όν, αυτός που είναι προορισμένος να εξαπατήσει, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰπᾰτητικός: рассчитанный на обман, вводящий в заблуждение (τῶν πολεμίων Xen.; εἰκαῖος καὶ ἐ. Sext.).

Middle Liddell

ἐξᾰπᾰτητικός, ή, όν adj
calculated to deceive, Xen.