ἐπιφυλάσσω: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐπιφυλάσσω]] και αττ. τ. ἐπιφυλάττω)<br />[[φυλάω]] και [[προορίζω]] για κάποιο σκοπό, [[περιμένω]] την κατάλληλη [[περίσταση]] (α. «η [[τύχη]] του επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς [[πόδας]] | |mltxt=(Α [[ἐπιφυλάσσω]] και αττ. τ. ἐπιφυλάττω)<br />[[φυλάω]] και [[προορίζω]] για κάποιο σκοπό, [[περιμένω]] την κατάλληλη [[περίσταση]] (α. «η [[τύχη]] του επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς [[πόδας]] πλοῦν | ||
ἐπιφυλαττέτω», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>επιφυλάσσομαι</i><br /><b>1.</b> έχω επιφυλάξεις, [[σκοπεύω]] να ενεργήσω στην κατάλληλη [[στιγμή]] («επιφυλάσσομαι να σάς απαντήσω»)<br /><b>2.</b> [[επιφυλάσσω]] ένα [[δικαίωμα]] στον εαυτό μου, [[διατηρώ]] [[επιφύλαξη]] για κάποιο [[ζήτημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[φυλάσσω]]. Η λ. <i>επιφυλάττομαι</i> μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>]. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιφυλάσσω:''' атт. ἐπιφυλάττω подстерегать, выжидать (πλοῦν Plat.). | |elrutext='''ἐπιφυλάσσω:''' атт. ἐπιφυλάττω подстерегать, выжидать (πλοῦν Plat.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 27 March 2021
English (LSJ)
A watch for, πλοῦν Pl.Lg.866d.
German (Pape)
[Seite 1001] beobachten, abwarten, πλοῦν Plat. Legg. IX, 866 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφῠλάσσω: Ἀττ. -ττω, φυλάττω, περιμένω, πλοῦν ἐπιφυλαττέτω, ἂς περιμένῃ διὰ πλοῖον ν’ ἀποπλεύσῃ. Πλάτ. Νόμ. 866D.
Greek Monolingual
(Α ἐπιφυλάσσω και αττ. τ. ἐπιφυλάττω)
φυλάω και προορίζω για κάποιο σκοπό, περιμένω την κατάλληλη περίσταση (α. «η τύχη του επιφύλαξε μεγάλες συμφορές» β. «σκηνησάμενος ἐν θαλάττῃ τέγγων τοὺς πόδας πλοῦν
ἐπιφυλαττέτω», Πλάτ.)
νεοελλ.
μέσ. επιφυλάσσομαι
1. έχω επιφυλάξεις, σκοπεύω να ενεργήσω στην κατάλληλη στιγμή («επιφυλάσσομαι να σάς απαντήσω»)
2. επιφυλάσσω ένα δικαίωμα στον εαυτό μου, διατηρώ επιφύλαξη για κάποιο ζήτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυλάσσω. Η λ. επιφυλάττομαι μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφυλάσσω: атт. ἐπιφυλάττω подстерегать, выжидать (πλοῦν Plat.).