ἐριφεγγής: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριφεγγής]], -ές (Α)<br />αυτός που εκπέμπει [[μεγάλη]] [[λάμψη]], πολύ [[λαμπρός]], [[φεγγοβόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καλλι</i>-<i>φεγγής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φεγγής</i>)].
|mltxt=[[ἐριφεγγής]], -ές (Α)<br />αυτός που εκπέμπει [[μεγάλη]] [[λάμψη]], πολύ [[λαμπρός]], [[φεγγοβόλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. [[μόριο]] <i>ερι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φεγγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέγγος]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. <i>καλλι</i>-<i>φεγγής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>φεγγής</i>)].
}}
}}

Revision as of 16:00, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριφεγγής Medium diacritics: ἐριφεγγής Low diacritics: εριφεγγής Capitals: ΕΡΙΦΕΓΓΗΣ
Transliteration A: eriphengḗs Transliteration B: eriphengēs Transliteration C: erifeggis Beta Code: e)rifeggh/s

English (LSJ)

ές, A very brilliant, Procl.H.3.13(7), Man.6.22.

German (Pape)

[Seite 1031] ές, stark leuchtend, Maneth. 6, 22.ὁ, ον, von einer jungen Ziege, κρέας Xen. An. 4, 5, 31; Phereer. Ath. VI, 269 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριφεγγής: -ές, λίαν λαμπρός, φεγγοβόλος, Πρόκλ Ὕμν. 2. 13. Μανέθων 6. 22.

Greek Monolingual

ἐριφεγγής, -ές (Α)
αυτός που εκπέμπει μεγάλη λάμψη, πολύ λαμπρός, φεγγοβόλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -φεγγής (< φέγγος), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. καλλι-φεγγής, χρυσο-φεγγής)].